Τὸ φῶς τῆς θεότητος κατὰ τὸν ἀντιησυχαστὴν Νικηφόρον Γρηγορᾶν
Γράφει ὁ κ. Εὐλάλιος Θωμαΐδης, θεολόγος
Ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς προβαίνει, ἔχοντας βέβαια ὡς βάση τῆς συλλογιστικῆς του πορείας τὴν ταυτότητα φύσης καὶ φυσικῶν στὴ θεότητα, στὴ διάκριση μεταξὺ ἄκτιστης θεότητας, ἡ ὁποία εἶναι μόνον οὐσία, καὶ κτιστῆς θεοφάνειας [1]. Ἡ διαφορὰ τους ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ θεότητα, ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὴ θεία οὐσία, εἶναι ἀόρατη, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἐκλαμβάνεται ὡς ἄκτιστη, ἐνῶ ἡ θεοφάνεια εἶναι ὁρατή, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἐκλαμβάνεται ὡς κτιστὴ [2]. Ἡ ἄκτιστη θεότητα εἶναι μία κατ’ οὐσίαν καί, ὡς ἐκ τούτου, τὸ φῶς της δὲ μπορεῖ ἐπίσης παρὰ νὰ εἶναι ἕνα, τουτέστιν ἡ ἴδια ἡ θεία οὐσία [3]. Ἡ θεία οὐσία, λοιπόν, εἶναι τὸ μόνο δυνατὸ ἄκτιστο καὶ ἀόρατο φῶς, σύμφωνα μὲ τὸ Νικηφόρο Γρηγορᾶ. Ὁ,τιδήποτε βλέπεται μὲ σωματικοὺς καὶ αἰσθητοὺς ὀφθαλμοὺς πρέπει νὰ ἀνήκει σὲ κατώτερο τῆς θεότητας ὀντολογικὸ πεδίο, ἤτοι σὲ ἐκεῖνο τῆς δημιουργίας, διότι κάθε ὁρατό, σύμφωνα μὲ ὁλάκερη τὴν ἀντιησυχαστικὴ γραμματεία, πρέπει νὰ εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ κτιστὸ [4]. Τοιουτοτρόπως, ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς ἐπιχειρεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι τὸ Θαβώρειο φῶς, τὸ φῶς τῆς καιόμενης βάτου, ἡ νεφέλη ποὺ καθοδηγοῦσε στὴν ἔρημο τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀποκαλυπτικὴ φωτοφάνεια ἢ φωτιστικὴ ἔλλαμψη, σύμφωνα τόσο μὲ τὴ συλλογιστική τῆς ἀντιησυχαστικῆς διανόησης, ὅσο καὶ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς φιλοσοφίας τοῦ αὐγουστινισμοῦ καὶ τοῦ θωμισμοῦ, ἀποτελοῦν αἰσθητὰ πράγματα καί, ὡς ἐκ τούτου, δὲ μποροῦν νὰ εἶναι ἄκτιστα [5].
Ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὴ σκέψη τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ, δύο εἰδῶν θεοειδῆ φῶτα ὑπάρχουν καὶ εἶναι τὰ ἑξῆς: 1) τὸ ἄκτιστο φῶς, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀθέατο καὶ ταυτίζεται μὲ τὴν ἴδια τὴ θεία οὐσία, ἤτοι τὴν ὑπερούσια αὐτοαγαθότητα καὶ καθαρὴ ἐνέργεια, καὶ 2) τὸ κτιστὸ φῶς, τὸ ὁποῖο εἶναι ὁρατό, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὡς τέτοιο δὲ μπορεῖ ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν ἴδια τὴν ἄκτιστη θεότητα (οὐσία). Ποιά, ὅμως, σχέση ὑφίσταται μεταξύ τοῦ ἀκτίστου καὶ τοῦ κτιστοῦ φωτός, κατὰ τὸ Νικηφόρο Γρηγορᾶ; Ἡ σχέση, λοιπόν, ποὺ ὑφίσταται εἶναι παραδειγματική, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ διάφορο τῆς οὐσίας κτιστὸ φῶς δεικνύει τὸ ἴδιο τὸ ἄκτιστο φῶς, ἤτοι τὴν οὐσία τῆς ἀκτίστου θεότητας, συμβολικὰ [6] καὶ τυπικὰ [7]. Συνοψίζοντας, μονάχα ἕνα ἄκτιστο φῶς ἀπρόσιτο καὶ ἀδιάδοχο ὑπάρχει, σύμφωνα μὲ τὸ Νικηφόρο Γρηγορᾶ, ἡ τρισυπόστατη θεία οὐσία ἢ φύση [8], πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ λογικὸ συνεπακόλουθο τῆς ταύτισης μεταξύ τῆς φύσης καὶ τῶν φυσικῶν της προσόντων, τουλάχιστο σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν ἄκτιστη θεότητα.
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται ἀβιάστως τὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ ὁρώμενο θεῖο φῶς, τὸ ὁποῖο βλέπεται αἰσθητῶς ἀπὸ τὰ ἔλλογα δημιουργήματα, ἀποτελεῖ κτιστὸ σύμβολο καὶ παράδειγμα [9]. Τὸ σύμβολο αὐτὸ δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι φυσικὸ παρὰ μόνο τεχνητό. Τὸ φυσικὸ σύμβολο εἶναι ὁμοούσιο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συμβολίζεται, ἤτοι τὸ δεικνύον εἶναι τῆς αὐτῆς φύσης μὲ τὸ δεικνυόμενο, ἐνῶ τὸ τεχνητὸ ἢ συμβατικὸ σύμβολο δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι τῆς αὐτῆς φύσης μὲ αὐτὸ ποὺ συμβολίζεται καὶ δεικνύεται [10]. Τὸ φυσικό, λοιπόν, σύμβολο ταυτίζεται μὲ τὴν ἴδια τὴ θεία οὐσία καί, ὡς ἐκ τούτου, παραμένει ἀπροσέγγιστο ἀπὸ τὰ ἔλλογα δημιουργήματα. Ἐν ὀλίγοις, δὲ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἄκτιστο φυσικὸ σύμβολο διάφορο τῆς θείας οὐσίας, καὶ τοῦτο θεμελιώνεται στὴν ταυτότητα μεταξύ τῆς φύσης καὶ τῶν φυσικῶν της προσόντων, τουτέστιν τῆς οὐσίας καὶ τοῦ ἑνούσιου, ποὺ ὑφίσταται ἐπὶ τῆς ἀκτίστου θεότητας. [11] Ἔτσι, τὸ ὁρώμενο ἀπὸ τὰ ἔλλογα κτίσματα φῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁπωσδήποτε κτίσμα, ἀλλιῶς τὰ μετέχοντα αὐτοῦ θὰ μετατρέπονταν κατ’ ἀνάγκη σὲ ἄκτιστα [12].
Ἀξίζει, ἐπίσης, νὰ ἀναφερθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς καταφεύγει στὴ χριστιανικὴ ἀγγελολογία, προκειμένου νὰ δικαιολογήσει τὴν κτιστότητα τοῦ συμβολικοῦ φωτὸς καὶ τῶν διαφόρων τῆς θείας οὐσίας ἀποκαλυπτικῶν ἐπιφανειῶν. Οἱ ἐπιφάνειες-φωτοφάνειες τῆς ἀκτίστου θεότητας ἀποτελοῦν μορφώσεις καὶ σχηματισμοὺς ἀγγελικῶν νοῶν, πράγματα ποὺ τυπώνονται μέσῳ τῶν πνευμάτων αὐτῶν στὴ φαντασία ὅσων τὶς ἀξιώνονται [13]. Τοιουτοτρόπως, ἡ αἰσθητὴ θεοφάνεια, ἤτοι ἡ διὰ κτιστῶν συμβόλων καὶ μέσων παραδειγματικὴ φανέρωση τῆς ἀκτίστου θεότητας, ἡ ὁποία τυπώνεται ἐντός τοῦ φανταστικοῦ τῆς προικισμένης μὲ λόγο δημιουργίας, ταυτίζεται μὲ τὴν ἀγγελοφάνεια, ἤτοι μὲ σωματοειδῆ παραδείγματα [14] καὶ ἐνδείξεις κτιστῶν ἀγγελικῶν νοῶν [15].
Ἀκόμη, ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς δὲ διστάζει νὰ προσφύγει στὴν πραγμάτευση τῆς σύνθετης ὑπόστασης τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία φέρει τὶς φύσεις τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τῆς θεότητας ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως καὶ ἀναλλοιώτως, προκειμένου νὰ δικαιολογήσει τὴν κτιστότητα τοῦ διαφόρου τῆς θείας οὐσίας αἰσθητοῦ φωτός. Ἐν ὀλίγοις, ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς ὑποστηρίζει ὅτι ἡ φανεῖσα λαμπρότητα καὶ δόξα τῆς ἀκτίστου θεότητας ἐπάνω στὸ ὄρος Θαβὼρ εἶναι ὁπωσδήποτε αἰσθητή, γεγονὸς ποὺ δηλώνει ὅτι ἡ ἀποκαλυπτικὴ φωτοφάνεια ἀποτελεῖ κτιστὸ παραδειγματισμὸ τοῦ ἀκτίστου, καθὼς προέρχεται ἀπὸ τὸ προσληφθὲν ἐκ τοῦ ἀκτίστου Λόγου κτιστὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ [16]. Ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς στὴν προκειμένη περίπτωση βασίζεται στὴ γνωστὴ πατερικὴ θέση πὼς ὁ,τιδήποτε προέρχεται ἀπὸ κτίσμα δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι καὶ αὐτὸ κτίσμα. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, σύμφωνα μὲ τὸ Νικηφόρο Γρηγορᾶ, θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ θέση τῶν Ἀκτιστίτων, οἱ ὁποῖοι πρέσβευαν ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἢ γίνεται κατὰ φύσιν ἄκτιστο κατὰ τὴν πρόσληψή του ἀπὸ τὸν ὑποστατικὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ [17]. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, λοιπόν, ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς ἀποκαλεῖ τὸ φῶς ποὺ ἐκχέεται ἀπὸ τὴν κτιστὴ σάρκα τοῦ Ἰησοῦ «ὁρατὴ θεοφάνεια [18]», προκειμένου νὰ ἀποδείξει τὸν κτιστό του χαρακτήρα.
Συμπερασματικά, τὸ φῶς ποὺ ἀνέλαμψε ἐπάνω στὸ ὄρος Θαβὼρ δὲ μπορεῖ μὲ κανένα τρόπο νὰ εἶναι ἄκτιστο, διότι τὰ μετὰ τὴν οὐσία φῶτα, τουτέστιν αὐτὰ ποὺ προέρχονται ἔμμεσα ἀπὸ τὴ θεία φύση, σύμφωνα μὲ τὸ Νικηφόρο Γρηγορᾶ, ἀποτελοῦν κατ’ ἀνάγκη κτίσματα [19]. Ἄκτιστη δύναται νὰ εἶναι μονάχα ἡ ἴδια ἡ θεότητα, τουτέστιν ἡ θεία οὐσία, ἡ ὁποία δεικνύεται συμβολικῶς, τυπικὰ καὶ παραδειγματικὰ ἀπὸ τὸ διάφορο τῆς οὐσίας καὶ ἑπομένως κτιστὸ φῶς [20].
Στὸ ἑπόμενό μας ἄρθρο θὰ δοῦμε τί ἀπάντηση δίνει ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς σχετικὰ μὲ τὸ φῶς τῆς ἀκτίστου θεότητας, κλείνοντας τοιουτοτρόπως τὴ θεματική τῆς παρουσίασης τῆς σκέψης τῶν ἀντιησυχαστῶν.
Σημειώσεις:
[1] Νικηφόρος Γρηγορᾶς, Δογματικὸς Ε΄, Migne PG 149, 392D. [2] Ὅπ.π., 388D. [3] Τοῦ ἰδίου, Δογματικὸς Δ΄, Migne PG 149, 356C. [4] Βασίλειος Τατάκης, Ἡ Βυζαντινὴ Φιλοσοφία, μτφρ. Εὔας Καλπουρτζῆ, ἐποπτεία καὶ βιβλιογραφικὴ ἐνημέρωση Λίνου Γ. Μπενάκη, Ἑταιρεία Σπουδῶν Νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ καὶ Γενικῆς Παιδείας, Ἀθήνα 1997, σελ. 246. Τὸ ἀδύνατο τῆς θέασης τοῦ μοναδικοῦ ἀκτίστου φωτός, ἤτοι τῆς θείας οὐσίας, ὑποστήριξε πρῶτος ὁ Βαρλαὰμ Καλαβρός. Βλ. Gregorio Palamas. L’ uomo mistero di luce increate. Pagine scelte, a cura di Michelina Tenace, Paoline, Milano 2005, p. 32. [5] Σύμφωνα καὶ μὲ τὸ Μανουὴλ Καλέκα, δὲ μποροῦν νὰ ὑπάρχουν ἄκτιστες ἐλλάμψεις (διάφορες τῆς οὐσίας). Βλ. Μανουὴλ Καλέκας, Περὶ οὐσίας καὶ ἐνεργείας, Migne PG 152, 412BC. [6] Σύμφωνα μὲ τὸ Νικηφόρο Γρηγορᾶ, ὁ Θεὸς βλέπεται καὶ δεικνύεται μόνο μέσα ἀπὸ αἰσθητὰ σύμβολα καὶ σωματικοὺς τύπους. Βλ. ἐνδεικτικὰ J. Meyendorff, A Study of Gregory Palamas, translated by George Lawrence, St. Vladimir’s Seminary Press, Great Britain 19742, p. 188. [7] Νικηφόρος Γρηγορᾶς, Δογματικὸς Δ’, Migne PG 149, 373ΒC. Τὸ ἀποκαλυφθὲν φῶς ἐπάνω στὸ ὄρος Θαβὼρ δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἄκτιστο, διότι ὑποπίπτει σὲ σωματικὴ αἴσθηση. Ἑπομένως, ἄκτιστη δύναται νὰ εἶναι μονάχα ἡ ἴδια ἡ θεία φύση, ἡ ὁποία δεικνύεται τυπικὰ καὶ συμβολικὰ ἀπὸ τὸ διάφορο τῆς θείας οὐσίας κτιστὸ φῶς. Βλ. Ὅπ.π, 385CD. Συνεπῶς, τὰ μετὰ τὴν οὐσία φῶτα δὲ μποροῦν παρὰ νὰ εἶναι κτιστά, καθὼς ἡ θεία οὐσία ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ δυνατὸ ἄκτιστο φῶς. Βλ. Ὅπ.π., 373ΒC. Τὸ κτιστό τοῦ φωτὸς τῆς μεταμορφώσεως, τὸ ὁποῖο εἶναι χειρότερο τῆς νόησης, ὑποστήριξε πρῶτος ἐπὶ τῆς βυζαντινῆς ἐπικράτειας ὁ Βαρλαὰμ Καλαβρός. Βλ. V. Lossky, In the image and likeness of God, St. Vladimir’s Seminary Press, Crestwood-New York 1985, p. 49. [8] Νικηφόρος Γρηγορᾶς, Δογματικὸς Δ’, Migne PG 149, 365C. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἁρμόζει νὰ ἀναφερθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἑνιαῖο τοῦ ἀκτίστου φωτὸς ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία περὶ τοῦ θείου ὄντος τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ. Ἡ διαφορά του, ὅμως, μὲ τὸ Νικηφόρο Γρηγορᾶ ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς θεωρεῖ τὸ θεῖο φῶς τόσο ἄκτιστο ὅσο καὶ μεθεκτό, δίχως αὐτὸ νὰ εἶναι οὐσία. Ὅσον ἀφορᾶ στὶς κοινὲς διακρίσεις ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀκτίστου θεότητας, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς κάνει λόγο γιὰ πλήθυνση ἐνεργειῶν καὶ ὄχι οὐσίας. Ὡστόσο, ποτὲ του δὲν ἀναφέρεται σὲ πληθώρα ἀκτίστων φωτῶν, καθὼς ἕνα μονάχα φῶς ὑπάρχει, ἡ διὰ τῶν ἐνεργειῶν ἀποκάλυψη τῆς ἀκτίστου θεότητας, φῶς τὸ ὁποῖο εἶναι κοινὸ στοὺς ἄξιους καὶ ἐπιμερίζεται ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητα ἐκείνων ποὺ τὸ προσλαμβάνουν. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 3, 43, Π. Χρήστου Α΄, σελ. 454 – 455. Ἔτσι, καθίσταται σαφὲς πὼς ἡ ὅραση – μέθεξη τῆς φωτοειδοῦς ἀποκαλύψεως ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δεκτικότητα τῶν βλεπόντων, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι τὸ φῶς τῆς θεότητας ἔρχεται καὶ παρέρχεται, τουτέστιν ἔρχεται ἀπὸ τὸ μὴ ὂν καὶ ἐπιστρέφει σὲ αὐτό, καθὼς τὸ φῶς εἶναι θεότητα, τουτέστιν ἡ ἄμεση ἐνεργειακή της παρουσία στὴν κτιστὴ πραγματικότητα. Ἐν ὀλίγοις, τὸ θεῖο φῶς ὁδηγεῖ στὴ μέθεξη τῆς ἀκτίστου θεότητας, διότι ἀποτελεῖ τὸ ἴδιο ἄκτιστη θεότητα, ἤτοι τὸ μεθεκτὸ – γνωστό της, ἄκτιστο φῶς ποὺ ὑφίσταται ἀϊδίως καὶ ἀνεξαρτήτως τῆς θεάσεώς του ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Βλ. Κ. Γ.-Α. Νιάρχος, Ἡ Ἑλληνικὴ Φιλοσοφία κατὰ τὴν Βυζαντινήν της Περίοδον, ἐκδόσεις Συμμετρία, Ἀθήνα 20094, σελ. 117 καὶ Μ. Ματζανᾶς, Ἡ ἠθική τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ ἡ Μεταφυσική τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 2008, σελ. 110. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἁρμόζει νὰ ἀναφερθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸν προσωρινὸ καὶ ἄρα κτιστὸ χαρακτήρα τῆς ὑπάρξεως τοῦ θείου φωτὸς ὑποστήριξε πρῶτος ἐπὶ τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Βλ. D. Bradshaw, Aristotle East and West. Metaphysics and the Division of Christendom, Cambridge University Press, Cambridge 2004, p. 228. [9] Νικηφόρος Γρηγορᾶς, Δογματικὸς ΣΤ΄, Migne PG 149, 436C. [10] Ἰ. Ἀ. Δημητρακόπουλος, Αὐγουστῖνος καὶ Γρηγόριος Παλαμᾶς: τὰ προβλήματα τῶν ἀριστοτελικῶν κατηγοριῶν καὶ τῆς τριαδικῆς ψυχοθεολογίας, ἐκδόσεις Παρουσία, Ἀθήνα 1997, σσ. 73-79. [11] Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι ἡ διακρινόμενη τῆς οὐσίας ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δὲ μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ σὲ καμία περίπτωση φυσικὸ σύμβολο. Αὐτά, δηλαδή, ποὺ παραπέμπουν συμβολικῶς καὶ τυπικὰ στὴ θεότητα πρέπει νὰ εἶναι ὁπωσδήποτε σωματικὰ δεικνύοντα καὶ συνεπῶς ἑτερούσια τῆς θείας φύσεως. Α. Π. Ζαχαρίου, Ἡ θεολογικὴ γνωσιολογία τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου. Προσέγγιση στὴ διαμόρφωση καὶ τὴν ἀπόπειρα πατερικῆς κατοχύρωσης τῶν θεολογικῶν του ἀντιλήψεων, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 2018, σελ. 236. Ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὅμως, ὑποστηρίζει τὴ διάκριση μεταξὺ θείας φύσης καὶ φυσικοῦ συμβόλου, πράγματα ἐξίσου ἄκτιστα. Τὸ δεικνύον δὲ μπορεῖ νὰ διαφέρει κατὰ τὸ ἄκτιστο τοῦ δεικνυόμενου, ἀλλιῶς δὲ θὰ μποροῦσε μὲ κανένα τρόπο νὰ παραπέμψει στὸ δεικνυόμενο. Βλ. Υ. Spiteris, Palamas: la grazia e l’esperienza. Gregorio Palamas nella discussione teologica, Lipa, Rome 1998, p. 90. [12] Νικηφόρος Γρηγορᾶς, Δογματικὸς ΣΤ’, Migne PG 149, 428B. [13] Τὴν ταύτιση τοῦ διαφόρου τῆς θείας οὐσίας φωτὸς μὲ τοὺς ἀγγελικοὺς νόες ὑποστηρίζει καὶ ὁ Βαρλαὰμ Καλαβρός. Πιὸ συγκεκριμένα, τὸ φῶς, σύμφωνα μὲ τὸ Βαρλαὰμ Καλαβρό, στὴν πιὸ λεπτὴ καὶ συνεπῶς νοερὴ του ἔκφανση ταυτίζεται μὲ ἀγγελικὸ πνεῦμα. Σὲ μία λιγότερο ἐκλεπτυσμένη του μορφή, τὸ φῶς ἀποτελεῖ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ. Ἀκόμη, ὑπάρχει καὶ τὸ αἰσθητὸ (κτιστὸ) φῶς ποὺ συνηγορεῖ στὴν προσέγγιση τῆς ἐμφύτου ἀλήθειας τῶν ὄντων, τὸ ὁποῖο γίνεται καὶ ἀπογίνεται, ἤτοι δημιουργεῖται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος καὶ ἐπιστρέφει σὲ αὐτὸ μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ σκοποῦ τῆς ἀποκαλυπτικῆς (κτιστῆς) φωτοφάνειας. Τὰ ἐκ τοῦ μηδενὸς προερχόμενα κτιστὰ φῶτα δηλώνουν ὅλες τὶς αἰσθητὲς θεοφάνειες τῶν πατριαρχῶν, τῶν δικαίων, τῶν προφητῶν, τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων. Τέλος, ὑπάρχει καὶ τὸ πυρῶδες (δαιμονικὸ) φῶς, τὸ ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι παραπλανᾶ τοὺς ἡσυχαστὲς κάνοντάς τους νὰ θεωροῦν ἐσφαλμένως ὅτι ἡ ἴδια ἡ θεία οὐσία εἶναι ὁρατὴ μὲ σωματικοὺς ὀφθαλμούς. Βλ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 3, 11-13, Π. Χρήστου Α΄, σελ. 548. [14] Δ. Ν. Μόσχος, Πλατωνισμὸς ἢ Χριστιανισμός; Οἱ φιλοσοφικὲς προϋποθέσεις τοῦ Ἀντιησυχασμοῦ τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ (1293-1361), ἐκδόσεις Παρουσία, Ἀθήνα 1998, σελ. 162. [15] Νικηφόρος Γρηγορᾶς, Δογματικὸς ΣΤ΄, Migne PG 149, 442. Τὴν ἀναγωγὴ τῶν ἀνθρώπων στὴν ἄκτιστη θεότητα μέσῳ τῆς μεσολάβησης τῶν ἀγγελικῶν νοῶν ὑποστηρίζει καὶ ὁ Μανουὴλ Καλέκας. Βλ. Μανουὴλ Καλέκας, Περὶ Πίστεως καὶ περὶ τῶν ἀρχῶν τῆς καθολικῆς πίστεως κατὰ τὴν παράδοσιν τῆς θείας Γραφῆς καὶ τῶν καθολικῶν διδασκάλων, Migne PG 152, 468C. Ἀντιθέτως, τὰ ἀγγελικὰ πνεύματα, σύμφωνα μὲ τὸ Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἀναγγέλλουν, ἐξηγοῦν καὶ ἑρμηνεύουν στὸ πλαίσιο τοῦ διακονικοῦ καὶ λειτουργικοῦ ρόλου ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἱεραρχία (φύση) τους τὴ θεία ἀποκάλυψη στοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν ἀποτελοῦν τὴν πηγή της. Ἐν ὀλίγοις, ἡ ἕνωση τῆς θεότητας καὶ τῆς ἀνθρωπότητας δὲν ὑφίσταται μέσῳ ἀγγέλων, κατὰ τὸ Γρηγόριο Παλαμᾶ. Βλ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 3, 27-28, Π. Χρήστου Α΄, σσ. 561-563. [16] Νικηφόρος Γρηγορᾶς, Δογματικὸς Δ΄, Migne PG 149, 376Β. [17] Ὅπ.π., 376Β. Βλ. ἀκόμη Δ. Ν. Μόσχος, Πλατωνισμὸς ἢ Χριστιανισμός; Οἱ φιλοσοφικὲς προϋποθέσεις τοῦ Ἀντιησυχασμοῦ τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ (1293-1361), ἐκδόσεις Παρουσία, Ἀθήνα 1998, σελ. 250. [18] Νικηφόρος Γρηγορᾶς, Δογματικὸς Ε΄, Migne PG 149, 404D. Ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς ὑποστηρίζει ὅτι τὸ φῶς ποὺ ἀνέλαμψε στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι σὲ καμία περίπτωση τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ μὲ τὴν ἄκτιστη θεότητα. Ὅσοι πρεσβεύουν ὅτι ἡ ἄκτιστη θεότητα βλέπεται αἰσθητῶς χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸ Νικηφόρο Γρήγορα ὡς μανιχαῖοι καὶ μασσαλιανοί. Πρόκειται γιὰ μία χριστιανικὴ σέκτα ποὺ ὑποστήριζε ὅτι ἡ ἴδια ἡ θεία οὐσία μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει ἀντικείμενο θέας ἢ ἐνατένισης καὶ μάλιστα μέσῳ σωματικῶν ὀφθαλμῶν ἀπ’ ὅσους ζοῦν δικαίως, ἤτοι ἐν ἀσκήσει καὶ μέσα στὴν προσευχή. Βλ. C. Athanasopoulos, «The cloud of unknowing in Eckhart, Palamas, and Wittgenstein: Discussion of Areopagitic ineffability and its significance for western and eastern mysticism», στὸ: C. Athanasopoulos (ἐπιμέλεια), «Orthodox Mysticism and Asceticism. Philosophy and Theology in St Gregory Palamas’ Work», Cambridge Scholars Publishing, UK 2020, p. 94. Ἀκόμη, ὁ Y. Spiteris ὑποστηρίζει ἐσφαλμένα τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τοὺς μεσσαλιανοὺς στὸ ζήτημα τῆς ἐνατένισης τοῦ ἀκτίστου φωτός. Βλ. Y. Spiteris, Palamas: la grazia e l’esperienza. Gregorio Palamas nella discussione teologica, Edizioni Lipa, Rome 1998, p. 94. Ὁ ὑποτιθέμενος μεσσαλιανικὸς χαρακτήρας τῆς παλαμικῆς διδασκαλίας ὑποστηρίχθηκε πρωτίστως ἀπὸ τὸ Βαρλαὰμ Καλαβρό, ὁ ὁποῖος θεώρησε ὅτι ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ἄντλησε στοιχεῖα ἀπὸ τὸ ἰδιόρρυθμο αὐτὸ μυστικιστικὸ ρεῦμα. Βλ. Gregorio Palamas. L’ uomo mistero di luce increate. Pagine scelte, a cura di Michelina Tenace, Paoline, Milano 2005, p. 35. Ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὅμως, οὐδέποτε ὑποστήριξε τὴν ὅραση τῆς ἀκτίστου θείας οὐσίας ἀπὸ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμοὺς ὅλων ὅσων ζοῦν δικαίως καὶ προσευχητικά. Ἀκόμη, ἡ ὅραση τοῦ ἀκτίστου θείου φωτὸς ἀπὸ τοὺς δικαίους, ἡ ὁποία εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴ μετοχὴ τῶν ἐλλόγων κτισμάτων στὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, σύμφωνα μὲ τὸ Γρηγόριο Παλαμᾶ, γίνεται τόσο ὑπὲρ αἴσθησιν, ὅσο καὶ ὑπὲρ νοῦν, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ ἄκτιστο φῶς δὲν προσεγγίζεται μὲ τὸ νοῦ ἢ τὴν αἴσθηση, ἀλλὰ μονάχα μέσῳ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἤτοι τῆς ἔκχυσής του στοὺς ἀξίους. Οἱ ἄξιοι, λοιπόν, ἤτοι οἱ δεκτικοὶ καὶ χωρητικοὶ τοῦ θείου φωτός, βλέπουν τὸ ἄκτιστο φῶς μέσα στὸ φῶς, ἢ μᾶλλον τὸ ἄκτιστο φῶς βλέπει καὶ ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτὸ του μέσα στοὺς ἀξίους, διότι μέσῳ τῶν ὁμοίων βλέπονται τὰ ὅμοια, τουτέστιν μόνο μέσῳ τοῦ ἀκτίστου δύναται νὰ ἰδωθεῖ τὸ ἄκτιστο, σύμφωνα μὲ τὸ Γρηγόριο Παλαμᾶ πάντοτε. Βλ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3, 3, 5-6, Π. Χρήστου Α΄, σσ. 683-685. [19] Νικηφόρος Γρηγορᾶς, Δογματικὸς Δ΄, Migne PG 149, 378C. [20] Ὅπ.π., 385CD.