Τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἀσεβῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων – 2ον
Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι ξεκίνησαν ὡς χριστιανοί, ἀλλὰ στὴ συνέχεια ἀρνήθηκαν τὴν ὀρθὴ πίστη, δὲν τήρησαν τὶς ἐντολὲς καὶ πέθαναν πνευματικά. Παρομοιάζονται μὲ «δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα (μία φορὰ πρὶν νὰ πιστέψουν καὶ ἄλλη μία μετὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὸ Χριστό), ἐκριζωθέντα». Εἶναι δέντρα χωρὶς φύλλα καὶ φυσικὰ χωρὶς καρπούς, ποὺ ξεράθηκαν καὶ ξεριζώθηκαν καὶ κατέληξαν στὴ φωτιά.
Οἱ διαστροφεῖς τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ εἶναι «κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας». «Οἱ καρδιὲς τους συνταράσσονται ἀπὸ ἁμαρτωλὰ πάθη, γι’ αὐτό καὶ ξεβράζουν ἀπὸ μέσα τους ὡς ἀφρὸ ἀηδιαστικὸ τὶς αἰσχρές τους πράξεις ποὺ προκαλοῦν ντροπὴ» (Π. Ν. Τρεμπέλας).
Οἱ διαστροφεῖς τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχουν σταθερὴ πνευματικὴ πορεία. Περιπλανῶνται ἐδῶ κι ἐκεῖ, χωρὶς νὰ τοὺς ἔχουν ἐμπιστοσύνη οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι κακοὶ ὁδηγοί, «ἀστέρες πλανῆται». Ξέφυγαν ἀπὸ τὴν τροχιά τους καὶ κινοῦνται ἐλεύθερα καὶ ἀκανόνιστα. Σὲ αὐτοὺς ἔχει ἐπιφυλαχθεῖ ὡς αἰώνια τιμωρία τὸ ζοφερὸ σκοτάδι.
Οἱ ἀσεβεῖς, οἱ ψευδοδιδάσκαλοι καὶ οἱ αἱρετικοὶ γογγύζουν, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴ συμπάθεια τῶν συνανθρώπων τους καὶ στὴ συνέχεια νὰ τοὺς προσελκύσουν στὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ ἀπαράδεκτες ψευδοδιδασκαλίες. Μεμψιμοιροῦν (παραπονοῦνται συνεχῶς γιὰ τὴν τύχη τους), ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους δείχνοντας ὑποκριτικὸ ἐνδιαφέρον. Καταφέρονται ἐναντίον τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχουν πονηρὲς ἐπιθυμίες. Τὰ λόγια τους εἶναι ὑπερήφανα, ὑπερβολικά, ἀλλὰ καὶ ὑποκριτικά, ὅταν ἐκφράζουν θαυμασμὸ γιὰ πρόσωπα, ποὺ φέρουν ἀξιώματα, «ὠφελείας χάριν».
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐπικίνδυνοι στὴν Ἐκκλησία, γιατί προκαλοῦν διαιρέσεις καὶ σχίσματα. Ἡ ἐπικοινωνία μαζί τους εἶναι σχεδὸν ἀδύνατη. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι «ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀπέρριψε τοὺς κανόνες τῆς λογικῆς καὶ ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν κατὰ Θεὸν ζωὴ καὶ συμπεριφορά, παραδίδει τὸν ἑαυτὸ του σ’ ὅλα τὰ πάθη, καὶ δὲν γίνεται πλέον μόνο θηρίο, ἀλλὰ ἕνα πολύμορφο καὶ πολυμήχανο τέρας, καὶ δὲν ἔχει οὔτε τὸ ἐλαφρυντικὸ ὅτι εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του τέτοιος· γιατί ὅλη ἡ κακία του εἶναι ἀποτέλεσμα ἐλεύθερης ἐκλογῆς»1.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὸν Τίτο ὅτι «τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀκολουθεῖ πλανημένες διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μιὰ δυὸ φορές, κι ἂν δὲν ἀκούσει ἄφησέ τον, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸς ἔχει πιὰ διαστραφεῖ κι ἁμαρτάνει, καταδικάζοντας ἔτσι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτὸ του»2. Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συμβουλεύει: «Ὅταν κάποιος κήρυκας σᾶς ἐπισκέπτεται καὶ δὲν διδάσκει αὐτὴ τὴ διδαχὴ (τοῦ Κυρίου), μὴ τὸν βάζετε στὸ σπίτι σας καὶ μὴ τὸν καλωσορίζετε, γιατί ὅποιος τὸν καλωσορίζει συμμετέχει στὰ πονηρά του ἔργα»3.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπίσης τονίζει ὅτι πάρα πολὺ δύσκολα ἐγκαταλείπουν τὴν αἵρεση οἱ αἱρετικοί: «Οὔτε ὁ Αἰθίοπας θὰ ἀλλάξει ποτὲ τὸ δέρμα του οὔτε ἡ λεοπάρδαλη τὶς πολύχρωμες κηλίδες της οὔτε ἐκεῖνος ποὺ ἀνατράφηκε μὲ διεστραμμένα δόγματα μπορεῖ νὰ ἀποτινάξει τὸ κακό τῆς αἵρεσης».4
Ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἀσεβῶν καὶ τῶν αἱρετικῶν πρέπει νὰ γίνεται χωρὶς ἐπικίνδυνες ὑπερβολές. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς αἱρετικοὺς μὲ ἡμερότητα: «Τέτοιος εἶναι ὁ δικός μας πόλεμος· δὲν κάνει τοὺς ζωντανοὺς νεκρούς, ἀλλὰ ζωοποιεῖ τοὺς νεκρούς, γιατί διακρίνεται ἀπὸ τὴν ἡμερότητα καὶ τὴ μεγάλη ἐπιείκεια. Γιατί δὲν πολεμῶ μὲ ὑλικὰ ὅπλα, ἀλλὰ καταδιώκω μὲ τὸ λόγο, ὄχι τὸν αἱρετικό, ἀλλὰ τὴν αἵρεση· δὲν ἀποστρέφομαι τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μισῶ τὴν πλάνη καὶ θέλω νὰ τὸν ἀποσπάσω ἀπ’ αὐτή».5
Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης
Σημειωσεις:
1. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 1993, σελ. 693-694. 2. γ΄ 10-11. 3. Β΄ Ἰωάν. 10-11. 4. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 2002, σελ. 312. 5. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 1993, σελ. 401-402.
Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης