Σχολιασμός ἄρθρου τοῦ κ. Γεωργίου Κούβελα
Γράφει ὁ κ. Διονύσιος Πελέκης, Ἐπίτιμος Δικηγόρος
Ἐν ἀγαλλιάσει ψυχῆς ἔλαβα ὁλοκληρωμένο, ἕτοιμο πρὸς κυκλοφορίαν, τὸ ὄντως, περισπούδαστον καὶ ἐν παντὶ χρήσιμον, ἄκρως ἐμπεριστατωμένον, πόνημα τοῦ φιλτάτου συναδέλφου καὶ πνευματικοῦ συνοδοιπόρου κ. Γεωργίου Κούβελα, δηλωτικὸν ἅμα καὶ πόνου ψυχῆς, διὰ τὰ «χίλια κακουργήματα», τὰ καταγραφόμενα πλήρως καὶ κρινόμενα, τεκμηριωμένως, ὀρθῶς καὶ ἐμπόνως, ὡς «ἀφανίζοντα τὸ Ἔθνος τῶν Ἑλλήνων». Ἡ μελέτη τῆς σημερινῆς, ἐθνικῶς καὶ πολιτικῶς ἀπαραδέκτου, καταστάσεως τοῦ Οἰκογενειακοῦ Δικαίου τοῦ Α.Κ. (ἄρθρα 1346 ἕως 1709 Α.Κ.) μαρτυρεῖ ἀδιαψεύστως περὶ αὐτοῦ. Διατρέχων ὁ μελετητὴς τὸ κεφάλαιον αὐτὸ τοῦ Α.Κ. διαπιστώνει εὐχερῶς τὴν ἀπίστευτον σειρὰν νομοθετημάτων, τὰ ὁποῖα ἔχουν ὡς μόνον σκοπὸν νὰ διαστρέψουν καὶ ἐξευτελίσουν τὸν ἱερὸν θεσμὸν τῆς οἰκογενείας, καὶ τῶν ὁποίων τὸ συντριπτικὸν πλῆγμα κατὰ τῆς οἰκογενείας ἱστορεῖ διεξοδικῶς καὶ ἀποδοκιμάζει ἐντόνως μὲ ἐπιχειρηματολογίαν μὴ ἐπιδεχομένην ἀντίλογον ὁ συγγραφεύς.
Εἶναι ἐμφανῶς δηλωτικὸν τῶν εὐγενῶν κινήτρων τῆς γραφῆς του τὸ ὅτι ἀναφέρεται εἰς τὸ Ἔθνος τῶν Ἑλλήνων, σιωπώσης αἰδημόνως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὤφειλε νὰ προεξάρχη, δυναμικῶς καὶ πρωτοβούλως. Τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος δὲν εἶναι τυχαῖον καὶ σύνηθες Ἔθνος. Ἐπὶ τέσσαρες χιλιάδες ἔτη σηματοδοτεῖ τὴν ἀνθρωπίνην πορείαν, καθιεροῖ θεσμοὺς ἀναλλοίωτους, διδάσκει ἠθικήν, νομιμότητα καὶ φιλοπατρίαν (μνησθῆτε τοῦ ὅρκου τοῦ Ἀθηναίου στρατευσίμου καὶ τῆς ἀπαντήσεως τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν Ἀθηναίων εἰς τὴν ἀχρείαν ἀξίωσιν τοῦ Ξέρξου διὰ γῆν καὶ ὕδωρ), καταστρώνει κανόνες ὀρθῆς, ἐντίμου καὶ παγκοσμίου ἰσχύος χρησίμων ἀρχῶν, διδαχῶν καὶ παραδειγμάτων, βιοτῆς κατ’ ἰδίαν καὶ διοικήσεως δημοσίως, ἀναλαμβάνει, μὲ τὴν στρατιὰν φιλοσόφων, μαθηματικῶν, καὶ πλειάδος ἀνθρώπων τῆς Ἐπιστήμης ἐν ὅλῳ, τὴν παντοίαν μόρφωσιν τῶν Ἑλλήνων, κοσμεῖ τὴν Πατρίδα μὲ ἀνυπέρβλητα εἰς τοὺς αἰῶνας ἔργα μοναδικῆς τέχνης, πλεῖστα τῶν ὁποίων, κλαπέντα, κοσμοῦν ὅλα τὰ μεγάλα μουσεῖα τῆς Εὐρώπης, καὶ μὲ τὶς ἐννέα Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τὴν μετάφρασιν τῶν ἑβδομήκοντα, τοὺς Ἑλληνοφώνους καὶ Ἑλληνιστὶ γράφοντας Ἀποστόλους καὶ Πατέρας ποδηγετεῖ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ ἐνθέου καὶ ἅμα δημοκρατικῶς σκέπτεσθαι καὶ διάγειν καὶ τῆς Πίστεως εἰς τὸν ἕνα καὶ μόνον Θεόν. Ὑπεγράμμισε τοῦτο ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, πρὶν ἐπανέλθει εἰς τοὺς πατρώους κόλπους, ὁπόθεν οὐκ ἐχωρίσθη ποτέ. Μαρτυρεῖ περὶ τούτου τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον (Κεφ. 12). Ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πληροφορεῖται ὅτι Ἕλληνες ζητοῦν νὰ τὸν ἰδοῦν, μὲ τὸν θεῖον λόγον του ἐσφράγισε τὴν σημαίνουσαν παρουσίαν ἐπὶ γῆς τοῦ Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων. Ἐδήλωσεν: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῆ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Εἰς ἄλλο σημεῖον, ἐκφράζων τὰ συντριπτικὰ «Οὐαὶ ὑμῖν Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ἁμαρτωλοί», προσθέτει:
«Διά τοῦτο ἀφαιρεθήσεται ἀφ’ ὑμῶν, δηλαδὴ τῶν σταυρωτῶν του, ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ δοθήσεται Ἔθνει ποιοῦντι τὸ θέλημα αὐτοῦ». Λόγῳ, λοιπόν, τῆς παρουσίας ἐκεῖ τοῦ Ἕλληνος μαθητοῦ Φιλίππου καὶ τῶν ἐκζητούντων τὰς εὐχάς Του Ἑλλήνων, προφανῶς, καὶ πάλιν, ἀνεφέρετο εἰς τὸ Ἔθνος τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ὁποίου ἡ ἐξολόθρευσις ἐπιδιώκεται διὰ τῶν «χιλίων κακουργημάτων», τὰ ὁποῖα διεξοδικῶς καὶ ἐμπεριστατωμένως ἱστοροῦνται εἰς τὸ ὅλως τεκμηριωμένον πολυσέλιδον πόνημα τοῦ κ. Κούβελα, τὸ ὁποῖον θὰ τοποθετήσω εἰς τὴν βιβλιοθήκην μου μεταξὺ ἀφ’ ἑνὸς τῆς πλουσίας χριστιανικῆς καὶ Πατερικῆς βιβλιογραφίας, ἐν ᾗ καὶ αἱ Γραφαὶ τοῦ ἀειμνήστου θείου μου Γέροντος Θεοκλήτου τοῦ Διονυσιάτου καὶ ἀφ’ ἑτέρου τῶν ὀγδοήκοντα καὶ ἑνὸς τόμων, οἱ ὁποῖοι ἀπαρτίζουν τὸ σύνολον τῆς διασωθείσης ἀρχαιοελληνικῆς Γραμματείας. Ἰδέτε λοιπόν, περὶ ποίου Ἔθνους γίγνεται λόγος. Ἔθνος συνεχὲς ἐπὶ χιλιετίες, ἀποδίδον πάντοτε εὐλαβεῖς καὶ πνευματικούς, χυμώδεις καρπούς. Ἀπολύτως, λοιπόν, δικαιολογημένον τὸ ἀνύστακτον ἐνδιαφέρον τοῦ συγγραφέως διὰ τὸ ΕΘΝΟΣ μας καὶ ὀρθῶς ἑστιάζει τὸ ἐνδιαφέρον εἰς τὸ ΕΘΝΟΣ καὶ ὄχι εἰς Κράτος ἢ ἄλλο τί. Ἄλλωστε τὸ Ἔθνος ταυτίζεται μὲ τὴν ὑψηλὴν ἔννοιαν τῆς Πατρίδος, περὶ ἧς οἰκεῖος ὁ ἀρχαῖος λόγος: «Μητρὸς τε καὶ πατρὸς τε καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων σεμνότερον καὶ τιμιώτερον καὶ ἁγιώτερον εἶναι ἡ Πατρίς».
Θλῖψις καταλαμβάνει ὅποιον νομικὸν διεξέρχεται, ὡς προεῖπον, τὸ Οἰκογενειακὸν Δίκαιον (ἄρθρα 1346 ἕως 1696 Α.Κ.). Συναινετικὸν διαζύγιον, τεχνητὴν γονιμοποίησιν, ν. 4800/21. Διεξερχόμενος τὸν κλάδον αὐτὸν τοῦ Δικαίου διαπιστώνει ἐν θλίψει ὅτι στόχος πάσης φύσεως μισελλήνων εἶναι ἡ οἰκογένεια. Καὶ αὐτά, ὅλα, ἐπισημαίνονται ὀρθῶς εἰς τὸ βιβλίον. Καταφεύγων ὁ ἀναγνώστης ἐκεῖ ἀνήσυχος, εὑρίσκει ἀνάπαυσιν ψυχῆς καὶ ἠρεμίαν καὶ ἔμπνευσιν, χάριν εἰς τὶς ἐμπεριστατωμένες ἀναλύσεις τοῦ συγγραφέως, ἀνησυχῶν συγχρόνως καὶ ἐκζητῶν τὴν ἐξ ὕψους βοήθειαν. Ἕλληνες ἦσαν οἱ 70, οἵτινες διέσωσαν τὴν Παλαιὰν Διαθήκην.
Ἕλληνες καὶ Ἑλληνομαθεῖς ἦσαν οἱ συγκροτήσαντες τὰς ἐννέα Οἰκουμενικάς Συνόδους Πατέρες καὶ Ἑλληνιστὶ γραπτῶς καὶ προφορικῶς διεξήχθησαν καὶ κατεχωρήθησαν αἱ ἐργασίαι τῶν ἐννέα Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἕλληνες μετέφερον τὴν Ὀρθοδοξίαν εἰς τὸν κόσμον. Ἕλληνες, δι’ αἵματος, ἀντέστησαν κατὰ τοῦ φασισμοῦ, ναζισμοῦ καὶ τοῦ ὁμοτρόπου των ἀποτροπαίου κομμουνισμοῦ, ἐπικαίρως ἀναφερόμενος σεβασμίως ἐνταῦθα ἐπικαίρως, εἰς τοὺς ἥρωες τῆς 4-12-1944 (Δεκεμβριανά).
Τὸ κρινόμενον ἐκτενὲς καὶ ἐμπεριστατωμένον πόνημα ἐπαινεῖται δικαίως καὶ διὰ τὴν ἐξαντλητικὴν ἀναφορὰν τῶν ἀνθελληνικῶν καὶ ἀντιχριστιανικῶν ρυθμίσεων τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, αἱ ὁποῖαι συμπεριλαμβάνονται καὶ προσδιορίζονται ἐν λεπτομερείᾳ εἰς τὸ βιβλίον μὲ ἐξιδιασμένην, λεπτομερῆ, διαπραγμάτευσιν. Τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος μάχεται κατὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (κατάργησις θρησκεύματος στὶς ταυτότητες, πολιτικὸς γάμος, ἀνίερος συμβίωσις, ἐκτρώσεις κ.λ.π.). Ἡ ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διατυπώνει τὸ ΗΑ’ Κανόνα καὶ ἀπαντᾶ εἰς Πρεσβείαν χριστιανῶν: «Ἡμεῖς ταῖς τοῖς ἀμβλωθριδίοις χρωμέναις ἀνδροφονεῖν φαμεν». Τὸ φοβερὸν πλῆγμα κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Οἰκογενείας εἶναι ὁ γάμος τῶν ὁμοφυλοφίλων, κατ’ ἐπιταγὴν Payat, Blinken καὶ Χάρις. Τὸ δυστύχημα εἶναι ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν ἀντιλαμβάνονται ποῦ ὁδηγοῦνται, ἐπαναφέροντες τὸν γνωστὸν ἀφορισμόν: «Τῶν οἰκιῶν ἡμῶν ἐμπιπραμένων ὑμεῖς ἄδετε».
Μὲ ἄκραν ἐπιστημοσύνην, εὐκρίνειαν καὶ πειστικότητα λόγου κατ’ ἐπιστήμην καὶ κρίσιν πραγματεύεται τὸ καιρίας ἐθνικῆς σημασίας γενικὸν πρόβλημα τῆς ὀργανωμένης ἐπιθέσεως κατὰ τοῦ Ἑλληνο-Χριστιανικοῦ θεμελίου τοῦ σταθερῶς καὶ ἐπικινδύνως φθίνοντος Ἑλληνικοῦ Ἔθνους μὲ νομοθετήματα τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, ὥστε νὰ ἐπικρέμαται ἀληθῶς τὸ «finis Graeciae». Τὰ δεινά τοῦ ἀνανήψαντος ἀπὸ τὸν Παγκόσμιον πόλεμον καὶ τὸν συμμοριτοπόλεμον Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἄρχονται ἀπὸ τοῦ 1973, ὅταν ὀργανοῦται καὶ ἐκδηλώνεται τὸ Πολυτεχνεῖον ὑπὸ πρωταγωνιστῶν, καθοδηγουμένων ὑπὸ ξένων ὀργάνων, εὐεργετηθέντων τῶν 3-4 πρωταιτίων πολλαπλῶς μετὰ ταῦτα ὑπὸ τῆς μεγάλης συμμάχου, τῆς ὁποίας σχέδια ἐφήρμοσαν, ὅπως ἄλλοτε ἔχω ὑπογραμμίσει καὶ ἀπὸ τῶν στηλῶν τοῦ ΟΡΟΘΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ. Συνεχίζουν μὲ τὴν ἐγκατάλειψιν τῆς Κύπρου καὶ πραγματοῦνται σταδιακῶς μὲ ὅσα κατακεραυνώνει ὁ κ. Κούβελας εἰς τὸ ὑπὸ κρίσιν μελέτημα.
Δία τὴν λαίλαπα τῶν «ἀφυπνισμένων» (woke) ὁμοφυλοφίλων ἡ Πολιτεία ἠσχημόνησε καὶ ἐθέσπισε τὸν γάμον τούτων, διευκολύνοντας, βάσει τῶν Εὐρωπαϊκῶν κριτηρίων, τὴν ἐξαθλίωσιν παιδικῶν ψυχῶν. Κυριολεκτικῶς: Ὁ ν. 5089/2024 ἀποτελεῖ μίαν καταστρεπτικήν τοῦ Ἔθνους καταιγίδα, τῆς ὁποίας τὶς συνέπειες γνωρίζομεν ἀπὸ τὴν καταστροφὴν τῶν Σοδόμων καὶ Γομόρρων. Οἱ Ἕλληνες ὀφείλουν νὰ καταργήσουν τὴν ρύθμισιν, ἰδίως μετὰ τὴν συντριβὴν τοῦ Μπάιντεν, μνήμονες τοῦ Παύλου: «Αἱ θήλειαι ἐξεκαύθησαν ἐπὶ τὰς θηλείας καὶ ἄρσενες ἐν ἄρσεσιν τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι». Καὶ βεβαίως, πρωτοβούλως ὑποχρεοῦται ν’ ἀφυπνισθῆ καὶ νὰ ὁδηγήση τὸ Ἔθνος ἡ ὑπνώττουσα Ἐκκλησία. Δυστυχῶς ὁ Οἰκουμενικὸς ἀγάλλεται ὑποδεχόμενος εἰς Φανάριον ἄμεσον ἐκφραστὴν τῆς ὁμοφυλοφιλίας καὶ Πρωθυπουργόν, χαρακτηρίζοντα τὸ Βυζάντιον «κοίτην» τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὁδηγεῖται εἰς παράβασιν τοῦ Ἀποστολικοῦ Κανόνος, καθ’ οὗ: «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος καθαιρείσθω, τί δὲ πλέον πράξας ἀφοριζέσθω».
Εἶναι καιρὸς ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ ὑγιὴς κοινωνικὴ μερὶς νὰ διατρανώσουν τὴν ἀντίθεσίν των εἰς τὸν Ἐθνικὸν ἐκφυλισμὸν καὶ τὸν κίνδυνο ἀφανισμοῦ τοῦ Ἔθνους, ὅπως στεντορείᾳ τῇ φωνῇ ἐκφράζεται ὁ συγγραφεὺς εἰς τὸ πόνημά του. Νὰ ὑπενθυμίση εἰς πάντα ὑπεύθυνον τὸν ἀνωτέρω λόγον τῆς 6ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. εἰς τὴν πρεσβείαν πρὸς Χριστιανούς, «Ἡμεῖς ταῖς τοῖς ἀμβλωθριδίοις χρωμέναις ἀνδροφονεῖν φαμεν» καὶ τὸν ταυτόσημον λόγον τοῦ Ἱπποκρατείου ὅρκου «Οὐδὲν πεσὸν φθόριον δώσω γυναικί». Ὅλα αὐτὰ ἐπισημαίνονται καὶ ἀναπτύσσονται πειστικῶς καὶ τεκμηριωμένως εἰς τὸ κρινόμενον πόνημα. Καὶ ἡ εὐχὴ μία: Νὰ μὴ ἀποστρέψη τὸ πρόσωπόν του ὁ Κύριος.
Τὸ εἰς χεῖρας ὁλοκληρωμένον πόνημα, ὅπως ἀποσπασματικῶς τὸ ἀνέγνωσα εἰς τὸν ἀγρυπνοῦντα φρουρὸν τῆς Ἑλληνικότητος καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΤΥΠΟΝ, εἶναι ἕνα κατ’ ἐπιστήμην καὶ ἐν πλήρει θεμελιώσει ἐπιστημονικὸν προϊόν, τὸ ὁποῖον κάλλιστα θὰ ἠδύνατο νὰ εἶναι ἀντικείμενο διδακτορικῆς διατριβῆς, ἐξαντλητικὸν δὲ τῶν πηγῶν, κατ’ ἐξοχὴν τοῦτο δεῖγμα κατ’ ἐπιστήμην διαπραγματεύσεως. Εὔχομαι ν’ ἀφυπνισθοῦν πράγματι, ὀρθοδόξως καὶ Ἑλληνιστί, οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες καὶ νὰ ἀνακόψουν τὴν ἐπικινδύνως καταστροφικὴν πορείαν τοῦ Ἔθνους.
Καὶ ὀφείλω ἐδῶ νὰ ὑπογραμμίσω καὶ τὸ ἀνύστακτον ἐνδιαφέρον τοῦ κ. Κούβελα διὰ τὸ σύνολον Ἑλληνικὸν Ἔθνος, ὅπως ἀποδεικνύουν αἱ συνεχεῖς καὶ συνεπεῖς ἐνέργειαί του διὰ τὸν Ἑλληνισμὸν τῆς Κύπρου μας, φέρων εἰς τὴν μνήμην μου τὴν ἐποχὴν ὑπογραφῆς τῶν καταπτύστων, προδοτικῶν συμφωνιῶν Ζυρίχης-Λονδίνου τοῦ 1959, ὅποτε ὡς Πρόεδρος τῆς Δ.Ε.Σ.Π.Α ὠργάνωσα μεγάλο φοιτητικὸ/ν συλλαλητήριον, τὸ ὁποῖον προσπάθησε ἡ Κυβέρνηση, ματαίως, νὰ ἐμποδίση μὲ σύλληψιν καὶ κράτησίν μου μίαν νύκτα εἰς τὴν ἀσφάλειαν. Μόλις ἔφυγα ἀπὸ τὴν Ἀσφάλεια, ἔσπευσα νὰ συναντήσω τὸν ἀείμνηστον Σπύρον Μαρκεζίνην, (ἤμουν Πρόεδρος τοῦ Περιφερειακοῦ Συμβουλίου τῆς Νεολαίας τοῦ κόμματος), ὁ ὁποῖος μὲ μεγάλην πίκραν μοῦ ἐδήλωσε: «Τὴν Κύπρον ξέχασέ την, Διονύση. Ἡ προδοσία θέλει πάντοτε μίαν προπαρασκευήν. Καὶ αἱ συμφωνίαι αὐταὶ εἶναι τὸ προοίμιον τῆς προδοσίας». Πόσον δίκαιο εἶχε. Ὑπογραμμίζω, πάντως, ἐδῶ ὅτι ὁ κ. Κούβελας ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκην πρωτοστάτησε στοὺς ὑπὲρ τῆς Κύπρου ἀγῶνες πρὸς μεγίστην τιμήν του. Ἄξιος τῆς Πατρίδος, καθ’ ὅλα.
Ἐν Ἀθήναις τῇ 9/12/2024