Πῶς ὁ Θεὸς βλέπει τὸν κόσμον – 1ον
Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη
1ον
α. Παγκόσμιος διδάσκαλος
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης. Ἡ διδαχή του ἀπευθύνεται «εἰς πάντα ἄνθρωπον, εἰς πᾶσαν τὴν οἰκουμένην καὶ εἰς ἅπαντα τὸν χρόνον». Ἀγκαλιάζει ὅλες τὶς φυλὲς τῶν ἀνθρώπων «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς». Ὑπερβαίνει τὶς «ὁροθεσίες» λαῶν καὶ ἐθνῶν. Καταργεῖ ὅλες τὶς διακρίσεις καὶ τοὺς περιορισμούς, (φυλετικούς, ἐθνικούς, ταξικούς, κοινωνικοὺς κ.ἄ.), ἀφοῦ γιὰ τὸν Θεὸ «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ, πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ..». (Γαλάτ. 3. 28). Ἡ διδαχή του καταφάσκει ὅλες τὶς ὑλικὲς καὶ σωματικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, τὶς ὁποῖες θεωρεῖ, ἐντάσσει καὶ ὑποτάσσει στὴν «προοπτική τῆς αἰωνιότητος».
Κι αὐτὸ γιατί θεωρεῖ καὶ ἀντιμετωπίζει τὸν ἄνθρωπο ὄχι ὡς ἄθροισμα ψυχῆς καὶ σώματος, ἀλλὰ ὡς μία ἑνιαία καὶ ἀδιαίρετη ψυχο-σωματικὴ ἑνότητα. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, παντοῦ καὶ πάντοτε, δίδει ἀπόλυτη προτεραιότητα στὸ πνεῦμα, τὴν ψυχή, ἡ ὁποία εἶναι πηδαλιοῦχος- κυβερνήτης τοῦ φθαρτοῦ σκάφους, ποὺ ὀνομάζεται σῶμα.
β. Τρόποι διδαχῆς
Ὁ τρόπος, οἱ μέθοδοι διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅταν «ἐπὶ γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη», εἶχε καὶ ἔχει δύο ἐκφάνσεις: τὴν παραβολὴ καὶ τὸ θαῦμα. Ἡ σχέση παραβολῶν καὶ θαυμάτων εἶναι βαθύτατα στενή, ἐσωτερική. Σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε «οἱ παραβολὲς νὰ θεωροῦνται ὡς θαύματα», γιὰ τὴν καλλολογικὴ ὡραιότητα καὶ τὴν διδακτική τους δύναμη καὶ ἐπιρροή. Τὰ δὲ θαύματα νὰ ἐκλαμβάνονται καὶ νὰ θεωροῦνται ὡς παραβολικὴ διδασκαλία. Διότι μὲ ἔκτακτα ὑπερφυσικὰ γεγονότα διδάσκονται θεῖες, αἰώνιες ἀλήθειες.
Ἔτσι θαύματα καὶ παραβολὲς ἀποτελοῦν, τρόπον τινά, τὸν «ἄρραφον χιτῶνα» τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου εἶναι ἀνεπίτρεπτος ὁ διαχωρισμός, ἡ διαίρεση. Τὰ θαύματα ἀποτελοῦν «τὸ ἔμπρακτον καὶ ἐκπληκτικὸν προοίμιον τῆς θείας διδασκαλίας». Ἡ ἀκόμα θεωροῦνται ὡς «ἐπίσημος σφραγῖδα» μὲ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐπικυρώνει τὴν διδαχή του.
γ. «Ἐν παραβολαῖς λαλῶ αὐτοῖς»
Ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου «διὰ παραβολῶν» ὑπηρετοῦσε, ταυτοχρόνως, δύο σκοπούς: Φανέρωνε ἀλλὰ καὶ ἀπέκρυπτε αἰώνιες ἀλήθειες. Οἱ ἀλήθειες ποὺ διδάσκονται παραβολικὰ εἶναι: «Τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν». Ὁ ἴδιος ἀποκαλύπτει τὸν σκοπὸ τῆς παραβολικῆς διδαχῆς του, λέγοντας: «Διὰ τοῦτο ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς λαλῶ, ἵνα οἱ βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνῶσι…». (Ματθαίου ΙΓ. 13-15). Διότι ἐνῷ ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός, ἔκλειναν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους. Κι ἐνῷ ἄκουγαν «τοῖς σωματικοῖς ὠσὶ» τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ, ἔκλειναν τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς τους, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο δὲν πίστευαν. Ἡ στάση τους αὐτὴ ἦταν ἑκούσια καὶ αὐθαίρετη. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος λέγει τὸ «βλέποντες οὐ βλέπουσιν». Ἔτσι φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ πήρωσις αὐτὴ (=βλάβη, ἀναπηρία), ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς πονηρίας τους.
Σ’ αὐτοὺς λοιπὸν «δικαίως καὶ οἰκονομικῶς ἐν παραβολαῖς ἐλάλει» ὁ Κύριος. «Ὥστε αὐτοὺς ἀκούειν μέν, μὴ συνιέναι δέ». Ἀφοῦ ἐξ αἰτίας τῆς «ἐθελοκακίας» τους, δικαίως», κρίθηκαν ἀνάξιοι νὰ ἀκούσουν «γυμνὰ τὰ μυστήρια». Κατ’ οἰκονομίαν δέ, ἀκοῦνε χωρὶς νὰ κατανοοῦν, γιὰ νὰ μὴ ἀποτελέσει ἡ γνώση τῶν μυστηρίων αἰτία βαρύτερης καταδίκης τους.
Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Κύριος φανέρωνε τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας του στοὺς ἀξίους, στοὺς ἕτοιμους νὰ τὰ δεχθοῦν. Τὰ ἀπέκρυπτε, ὅμως, ἀπὸ τοὺς ἀναξίους, ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἦταν ἀνέτοιμοι καὶ δὲν εἶχαν διάθεση νὰ τὰ ἀποδεχθοῦν. Ἔτσι, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, «ἡ παραβολὴ τὸν ἄξιον καὶ οὐκ ἄξιον διαιρεῖ. Ὁ μὲν γὰρ ἄξιος ἐκζητεῖ τὸ λεγόμενον εὑρεῖν, ὁ δὲ ἀνάξιος παρατρέχει…».
Αὐτὴ δὲ ἡ ἀπόκρυψη τῶν ἀληθειῶν τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀπ’ τοὺς ἀναξίους ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Κυρίου, διότι ἔτσι ἀπαλλάσσονται τῆς μεγάλης εὐθύνης, γιὰ τὴν περιφρόνηση καὶ ἀπόρριψη τῶν ἀληθειῶν αὐτῶν.
δ). «Οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν…»
Τὸ θαῦμα λογίζεται ὡς ὑπερφυσικὸ γεγονός, ποὺ τελεῖται μὲ ἔκτακτη ἐνέργεια καὶ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὡς δημιουργοῦ καὶ κυβερνήτη τοῦ σύμπαντος. Οἱ ἱεροὶ εὐαγγελιστὲς ποὺ καταγράφουν τὰ σχετικὰ θαυμαστὰ περιστατικά, τὰ ἀποκαλοῦν: «δυνάμεις», διότι δι’ αὐτῶν ἐκδηλώνεται ἐντυπωσιακὴ θεϊκὴ δύναμη. «Σημεῖα»,γιὰ τὸ ἠθικὸ ἀποτέλεσμά τους. «Τέρατα», «θαυμάσια» καὶ «παράδοξα», λόγῳ τῆς ζωηρότατης ἐντύπωσης καὶ ἔκπληξης ποὺ προκαλεῖται στὶς ψυχὲς ὅσων τὰ βλέπουν, καὶ πολὺ περισσότερο, ὅσων τὰ βιώνουν καὶ εὐεργετοῦνται ἀπ’ αὐτά.
Σκοπός τους δὲ εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀποκαλύψεώς Του. Ὡς δὲ καταπληκτικὰ καὶ εὐεργετικὰ γεγονότα, ἀποδεικνύουν περίτρανα τὴ θεία δύναμη καὶ ἀγάπη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κτίση. Στὸ θαῦμα δὲν αἴρονται οἱ φυσικοὶ νόμοι. Ἀλλά, οἱ νόμοι τῆς φύσεως, σὲ μία «ὁρισμένη στιγμὴ ὑπηρετοῦν μία ἐντελῶς πραγματικὴ καὶ γεμάτη νόημα δύναμη». Οἱ νόμοι, ποὺ κυβερνοῦν τὴν ὕλη ὑποτάσσονται στὴ ζωή. Ἔτσι δημιουργοῦνται μορφές, ποὺ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς σκέτης, τῆς νεκρῆς σκέψης «εἶναι πέρα γιὰ πέρα κάτι σὰν θαῦμα». Ὁ ἁπλὸς πνευματικὸς καὶ ζωντανὸς ἄνθρωπος, βλέπει τὸ ἁπλὸ βιολογικὸ γεγονός, σὰν κάτι τὸ καινούργιο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ προέλθει μὲ τὸν γνωστὸ φυσιολογικὸ τρόπο.
Δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ τὸ τί μπορεῖ νὰ συμβεῖ, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει στὴ διάθεσή του τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ «διαμορφώνει τὴν ἱστορία». Δὲν γίνεται λόγος γιὰ τοὺς «φυσικοὺς νόμους», ποὺ ρυθμίζουν τὴν φυσικὴ τάξη στὸ σύμπαν. «Αὐτοὶ μένουν ἀνέπαφοι». Ἀπέναντι στὴ λογικὴ τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἕνα κλειστὸ σύνολο, χωρὶς ἄλλους παράγοντες καὶ παραμέτρους, τοποθετεῖται ἡ πίστη, ἡ ὁποία διδάσκει, πὼς «ὁ κόσμος βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ». Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Δημιουργὸς καὶ ὁ κυβερνήτης του, μὲ τὴν πιὸ ξεκάθαρη καὶ ἀπεριόριστη ἔννοια τῶν λέξεων. Κι’ ὅταν ὁ Θεὸς- Δημιουργὸς- Κυβερνήτης τὸν καλεῖ, τότε αὐτὸς ὁ κόσμος συμμορφώνεται, ἀπολύτως, σύμφωνα μὲ τὴν «ὅλο νόημα ἐνέργειά Του».
Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος τοῦ κόσμου καὶ ὁ ρυθμιστὴς τῆς ἱστορίας, τῆς πορείας, τῆς τύχης του. Ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμο δὲν εἶναι τυχαία, φυσική, ἀλλὰ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου προσωπική. Μέσα στὸν κόσμο ὑπάρχει ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι «ἡ ἱερὰ ἱστορία» τῆς σωτηρίας. Ὅταν, λοιπόν, μιλᾶμε γιὰ θαῦμα ὁμολογοῦμε πὼς ὁ Θεὸς καλεῖ τὴ Φύση μὲ τοὺς νόμους ποὺ τὴν διέπουν, νὰ περιληφθεῖ, νὰ ἐνταχθεῖ μέσα στὴν ἱερὰ ἱστορία τῆς σωτηρίας. Ἔτσι ὁ Θεὸς εἶναι «ὁ ἐνεργῶν» καὶ ἡ φύση ἁπλῶς ὑπακούει. Εἶναι τότε ποὺ συμβαίνει τὸ θαῦμα. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἀπροσδόκητο, γιὰ τὴν λογική, ἀποτέλεσμα ὁ φυσικὸς νόμος δὲν «αἴρεται», δὲν καταργεῖται, ἀλλὰ καλεῖται νὰ λειτουργήσει, μὲ μία ἄλλη ἔννοια καὶ λογικὴ τῆς ἀνώτερης δύναμης τοῦ δημιουργοῦ.