Οσία Πελαγία του Ντιβέγιεβο η διά Χριστόν σαλή: Το χαστούκι στον επίσκοπο
Ο δεσπότης και η σαλή
Η μακάρια Πελαγία ήταν μια δια Χριστόν σαλή, μια γυναίκα δηλαδή, που αντί για άλλη πνευματική άσκηση, διάλεξε το μαρτύριο να προσποιείται την ανόητη, την τρελλή.
Με το μαρτύριο αυτό πολλοί δόξασαν τον Θεό. Εμπαίζοντας την ματαιότητα της σοφίας του υπερήφανου κόσμου απόκτησαν την χαριτόβρυτη ταπείνωση.
Πριν αρχίσει η Πελαγία το εκούσιο αυτό μαρτύριο, πήρε την ευλογία από τον όσιο Σεραφείμ του Σάρωφ. Ο στάρετς της χάρισε ένα κομποσχοίνι και την αποχαιρέτησε με μια βαθιά υπόκλιση.
Οι τρέλες της και τα σκάνδαλα που προκαλούσε αναστάτωναν την κοινωνία. Ο σύζυγος της, απογοητευμένος, την έδιωξε. Την απαρνήθηκε ακόμα και η μητέρα της. Κάποτε, που τρομοκράτησε ένα νεωκόρο και τον έκανε να χτυπήσει με την καμπάνα συναγερμό, την συνέλαβαν και την μαστίγωσαν.
Παράλληλα όμως με την περιφρόνηση που αντιμετώπιζε, άρχισαν να προβάλλονται και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στην δια Χριστό σαλή. Από παντού έτρεχαν να την συμβουλευθούν. Έγινε ξακουστή για το διορατικό της χάρισμα.
Την εποχή εκείνη είχε κοιμηθεί ο όσιος Σεραφείμ και την θέση της ηγουμένης στο γυναικείο μοναστήρι του, στο Ντιβέγιεβο, την κατείχε η γερόντισσα Ελισάβετ Ουσάκωφ, μια εξαιρετική μοναχή. Πλην όμως ένας δόλιος μοναχός, φθονώντας την δόξα του οσίου, θέλησε να καταστρέψει το έργο του ανεβάζοντας στον ηγουμενικό θρόνο μια άλλη μοναχή, που θα την είχε υποχείριο του. Έπεισε λοιπόν τον τοπικό επίσκοπο Νεκτάριο να απομακρύνει την γερόντισσα Ελισάβετ, παρά την θέληση τετρακοσίων μοναζουσών.
Ο επίσκοπος Νεκτάριος ήρθε στο Ντιβέγιεβο. Πριν αρχίσει το καταστρεπτικό έργο του, θέλησε να επισκεφθεί την σαλή Πελαγία, που έμενε τότε κι αυτή στο μοναστήρι του οσίου.
Μπήκε στο κελλί της και την βρήκε να κάθεται ακίνητη σ’ ένα σκαμνί. Πήρε κι αυτός ένα σκαμνί και κάθισε δίπλα της.
– Δούλη του Θεού, τι πρέπει να κάνω; την ρώτησε.
Εκείνη του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα και του απάντησε κοφτά:
– Σεβασμιώτατε, ματαιοπονείς.
– Τι να κάνω; Δεν ξέρω τι να κάνω, μουρμούρισε ο δεσπότης.
Ξαφνικά ή μακάρια σηκώθηκε και άρχισε να χτυπά με τα χέρια της τον αέρα, σαν να ήθελε να διώξει αόρατους εχθρούς, που την πλησίαζαν.
Ο επίσκοπος πετάχθηκε έξω έντρομος.
Την άλλη μέρα, αφού ολοκλήρωσε το ανόσιο έργο του, είδε την μακάρια Πελαγία να παίζει σαν νήπιο κυλώντας στον δρόμο πασχαλινά αυγά.
Κατέβηκε από την άμαξα του και την πλησίασε:
– Δούλη του Θεού, πάρε ένα πρόσφορο, είπε απλώνοντας το χέρι.
Εκείνη γύρισε αλλού το πρόσωπο της. Αυτός, αντί να φύγει, την πλησίασε πάλι και της έδωσε ξανά το πρόσφορο.
Τότε εκείνη πετάχθηκε πάνω και του έδωσε ένα ράπισμα, ελέγχοντας τον για το έγκλημα που έκανε.
Ο δεσπότης συγκρατήθηκε συλλαμβάνοντας το νόημα της χειροδικίας. Προσπάθησε όμως με πολλή ευφυΐα να την «συμμορφώσει» στρέφοντας και το άλλο μάγουλο:
– Όπως λέει και το Ευαγγέλιο, χτύπα κι αυτό, της είπε.
– Εσένα, σου αρκεί το ένα, απάντησε η μακάρια Πελαγία και συνέχισε να παίζει με τα πασχαλινά αυγά.
Οι παριστάμενοι, μόλις συνήλθαν από την έκπληξη για το πρωτοφανές γεγονός, έπεσαν επάνω της:
– Τι έκανες; Το σκέφθηκες καλά; Θα σε τιμωρήσουν! Θα σε φυλακίσουν! Θα σε κλείσουν σε τρελοκομειο!
– Ποτέ δεν πήγα σε τρελοκομείο, ούτε πρόκειται να πάω, αποκρίθηκε με ηρεμία ή δια Χριστόν σαλή.
Πράγματι το συγκλονιστικό επεισόδιο δεν είχε καμμία συνέχεια. Αντίθετα ο επίσκοπος του Νίζνι-Νόβγκοροντ Νεκτάριος της έστελνε δώρα και ευλογίες, ζητώντας συγχρόνως τις προσευχές της.
Απόσπασμα από το βιβλίο, «Χαρίσματα και χαρισματούχοι. Ανθολογία χαρισματικών εκδηλώσεων», τόμος α, των εκδόσεων της Ιεράς Μονής Παρακλήτου.
ΠΗΓΗ