Ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἡ ἔννοια τῆς ἀρετῆς εἰς τὸ ἔργον του
Ὑπὸ Δρ. Φίλ. Μαρίας – Ἐλευθερίας Γ. Γιατράκου
1ον
Ἔχουν ἤδη συμπληρωθῆ 2.400 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση ἑνὸς ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους φιλοσόφους τοῦ κόσμου καὶ πολυεπιστήμονα ἢ καλύτερα πανεπιστήμονα, τοῦ Ἀριστοτέλη. Γεννημένος στὰ Στάγειρα τὸ 384 π.Χ. πέθανε στὴ Χαλκίδα τῆς Εὔβοιας τὸ 323 π.Χ. ἀπὸ στομαχικὸ νόσημα. Ἦταν γιὸς τοῦ Νικόμαχου, ἰατροῦ τοῦ βασιλιᾶ Ἀμύντα τοῦ Β’, πατέρα τοῦ Φιλίππου τοῦ Β’. Ἔχασε νωρὶς τὸν πατέρα του καὶ τὴν κηδεμονία του ἀνέλαβε ὁ Πρόξενος ἀπὸ τὴν Ἀταρνέα τῆς Αἰολίας.1 Ἡ μητέρα του Φαιστιάδα καταγόταν ἀπὸ τὴ Χαλκίδα καὶ ἀνῆκε κι αὐτὴ ὅπως καὶ ὁ πατέρας της στὸ γένος τῶν Ἀσκληπιάδων. Τὸ γένος τῆς οἰκογένειας τοῦ Ἀριστοτέλη ἦταν γνήσια ἑλληνικὸ καὶ ἡ πόλη τῆς καταγωγῆς του, τὰ Στάγειρα, εἶχε πληθυσμὸ καθαρὰ ἑλληνικό, ἀφοῦ ἦταν ἀποικία τῶν Ἀνδρείων.2
Σὲ ἡλικία 17 ἐτῶν ὁ Ἀριστοτέλης εἰσέρχεται στὴν Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνα καὶ παραμένει ἐκεῖ 20 χρόνια, ἕως τὴν ἡλικία τῶν 37 ἐτῶν καὶ συνδέεται μὲ τὸν ἴδιο τὸν Πλάτωνα καὶ ἄλλους στοχαστές, ὅπως τὸν Εὔδοξο, τὸν Ξενοκράτη καὶ ἄλλους.
Στὴ Μαρκιανὴ Βιβλιοθήκη τῆς πόλης τοῦ Ἁγίου Μάρκου, φυλάσσεται μὲ τὸν ἀριθμὸ 257 ἕνα πολύτιμο χειρόγραφο, γραμμένο γύρω στὰ 1300. Ἴσως εἶναι τὸ σπουδαιότερο, γιατί σ’ αὐτὸ διαφυλάχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους βίους τοῦ Ἀριστοτέλη.3
Γιὰ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του δὲν γνωρίζουμε σχεδὸν τίποτα, οὔτε ἂν ἔμενε κοντὰ στὸν πατέρα του στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλιᾶ τῆς Μακεδονίας, Ἀμύντα. Λέγεται ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε καὶ ἀδελφὸ μὲ τὸ ὄνομα Ἀρίμνηστος καὶ ἀδελφὴ Ἀριμνήστη.
Τὸ γεγονὸς τῆς μακρόχρονης παραμονῆς τοῦ Ἀριστοτέλη στὴν Πλατωνικὴ Ἀκαδημία θεωρεῖται πρωτοφανὲς γιὰ τὰ χρονικὰ τῆς πνευματικῆς ἱστορίας, δεδομένου ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἦταν προσωπικότητα μὲ μεγάλη πνευματικὴ ὀξυδέρκεια καὶ δημιουργικότητα. Τὸ 348 π.Χ. πέθανε ὁ Πλάτων καὶ στὴν Ἀκαδημία τὸν διαδέχθηκε ὁ γιὸς τῆς ἀδελφῆς του Ποτώνης, ὁ Σπεύσιππος.4 Ὁ Ἀριστοτέλης μαζὶ μὲ τὸν Ξενοκράτη τὸν Χαλκηδόνιο ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἄσσο, στὴν νότια τῆς τρωικῆς ἀκτῆς, ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Λέσβο. Αἰτία τῆς φυγῆς του πιθανῶς ὄχι μόνο ἡ διαδοχὴ τοῦ Πλάτωνα, ἀλλὰ καὶ ἡ ὄξυνση τῶν σχέσεων τῶν Ἀθηναίων μὲ τὸν Φίλιππο, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ἡ παραμονὴ τοῦ Ἀριστοτέλη στὴν Ἀθήνα ἦταν προβληματική.
Στὴν Ἄσσο γνώρισαν τὸν Ἑρμεία, κατοπινὸ τύραννο τοῦ Ἀταρνέα, τὸν ὁποῖο μύησαν αὐτὸς καὶ ὁ Ξενοκράτης στὴν πλατωνικὴ φιλοσοφία κι ἀνέπτυξαν μαζί του βαθιὰ φιλία. Ὕστερα ἀπὸ παραμονὴ στὴν Ἄσσο γιὰ τρία χρόνια (348 – 345 π.Χ.), ὁ Ἀριστοτέλης πέρασε μὲ πρόσκληση τοῦ Θεοφράστου ἀπέναντι στὴ Λέσβο καὶ ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ μέχρι τὸ 342 π.Χ., ὁπότε προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ τῆς Μακεδονίας Φίλιππο νὰ ἀναλάβει τὴ διαπαιδαγώγηση τοῦ νεαροῦ τότε Ἀλεξάνδρου, τοῦ μετέπειτα Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.5
Στὴν περίφημη Vita Marciana, βιογραφία τοῦ Ἀριστοτέλη, ὑπάρχουν ἰδιαίτερα χρήσιμες καὶ μοναδικὲς πληροφορίες6, ποὺ δὲ βρίσκονται σὲ καμία ἀπὸ τὶς παλαιὲς βιογραφίες τοῦ Ἀριστοτέλη ποὺ σώθηκαν. Ἔτσι πληροφορούμαστε ὅτι τὸν καιρὸ ποὺ ἔφθασε ὁ Ἀριστοτέλης στὴν Ἀθήνα ἀπουσίαζε ὁ Πλάτων σὲ ταξίδι στὴ Σικελία. Ἡ Ἀκαδημία ὅμως ὡς τόπος συνάντησης λογίων τῆς ἐποχῆς συνέβαλε στὸ νὰ διατηρήσει ὁ καθένας τὸ δικό του «πιστεύω» καὶ ὅλοι μαζὶ προωθοῦσαν τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, παίρνοντας ὁ ἕνας ἀπ’ τὸν ἄλλο χρήσιμες παρορμήσεις καὶ ἐπιδρώντας θετικὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Ὅταν ἔφθασε στὴν Ἀκαδημία ὁ Πλάτων συνάντησε τὸν Εὔδοξο ἀπὸ τὴν Κνίδο, μία χαρισματικὴ προσωπικότητα ἀπὸ τὶς πιὸ προικισμένες τῆς ἀρχαιότητας. Ἦταν Μαθηματικός, ἀστρονόμος καὶ γεωγράφος καὶ ὁ Πλάτωνας τοῦ ἀνέθεσε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀπουσίας του τὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς. Ὁ Ἀριστοτέλης ὀφείλει πολλὰ γιὰ τὴ θεωρία του γιὰ τὸ «πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον» στὴ σκέψη τοῦ Κνίδιου σοφοῦ.7
Ὁ Ἀριστοτέλης βρέθηκε στὴν πιὸ κατάλληλη στιγμὴ στὸν πιὸ σωστὸ τόπο, μὲ τοὺς καταλληλότερους ἀνθρώπους ποὺ μποροῦσαν μὲ τὸν πιὸ ξεχωριστὸ τρόπο νὰ γονιμοποιήσουν τὴ σκέψη του, ὥστε σύντομα νὰ ἀνοίξει τὰ δικά της φτερά.8
Ὁ Ἀριστοτέλης ἔμεινε ἐπὶ εἴκοσι χρόνια στὴν Ἀκαδημία, ἀπὸ τὸ 367 ἕως τὸ 348 π.Χ., γεγονὸς πρωτοφανὲς γιὰ τὰ χρονικὰ τῆς πνευματικῆς ἱστορίας, δεδομένου ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἦταν προσωπικότητα μὲ μεγάλη πνευματικὴ ὀξυδέρκεια καὶ δημιουργικότητα.9 Μὲ τὴν ἀπουσία τοῦ Πλάτωνα ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὴν εὐκαιρία νὰ δεχθεῖ τὴν ἐπίδραση ποὺ ἀνταποκρινόταν στὴ δική του ψυχοσύνθεση. Ὁ Πλάτων ἐπέστρεψε ἀργότερα μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια, ἔχοντας περάσει τὰ ἑξῆντα, ἐνῷ ὁ Ἀριστοτέλης μόλις πλησίαζε τὰ εἴκοσι.
Μὲ τόση διαφορὰ ἡλικίας συναντήθηκαν γιὰ πρώτη φορά ὁ «ἐνεργείᾳ» μεγάλος Πλάτωνας καὶ ὁ «δυνάμει» μεγάλος Ἀριστοτέλης. Ὁ ἔμπειρος δάσκαλος Πλάτων διέκρινε γρήγορα τὶς ἀρετὲς μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν προικισμένος ὁ μαθητής του καὶ τὸν ὀνόμασε «ὁ Νοῦς», ὅπως πληροφορούμαστε ἀπὸ τὸν Φιλόπονο. (Περὶ ἰδιότητος τοῦ κόσμου Ἱ 27: ὑπὸ Πλάτωνος τοσοῦτον τῆς ἀγχινοίας ἠγάσθη ὡς Νοῦς τῆς διατριβῆς ὑπ’ αὐτοῦ προσαγορεύεσθαι) καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν Vita Marciana (7D): ἀπόντος τῆς ἀκροάσεως Πλάτων ἀνεβόα· Ὁ Νοῦς ἀπέστι, κωφὸν τὸ ἀκροατήριον.
Ὁ Πλάτων κατὰ τὸν μεγάλο Ἀριστοτελιστὴ τῶν ἡμερῶν μας Ingemar During, ὅταν ἔδινε στὸν Πλάτωνα τὸν χαρακτηρισμὸ «Νοῦς» εἶχε στὸ νοῦ του τὸν ἀγαπημένο του ποιητὴ «Ἐπίχαρμο», ποὺ δίδασκε ὅτι «νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει. Τ’ ἄλλα κωφὰ καὶ τυφλά». (Ὁ νοῦς εἶναι ποὺ βλέπει καὶ ἀκούει τ’ ἄλλα εἶναι κωφὰ καὶ τυφλά).10
Σημειώσεις:
1. Βλ. Bibliography of Aristotle, biography.com Βλ. Φιλολογικὴ Ὁμάδα Κάκτου. Ἀριστοτέλης, Ἅπαντα, τόμος 6ος, Ἠθικὰ Εὐδήμεια, Ἀθήνα 1993, ἐκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, σ. 13. 2. Ὁμάδα Κάκτου, ὅ.π. σ. 13. Βλ. καὶ Νέα Δομή, τ. 5, σ. 104. 3. Βλ. Δημ. Λυπουρλής, Ἠθικὰ Νικομάχεια, Βιβλία Α-Δ, Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 13, ἐκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ. 4. Βλ. Ὁμάδα Κάκτου, ὅ.π. Ἀριστοτέλης, Ἅπαντα, τ. 6, Ἠθικὰ Εὐδήμεια, σ. 13, 14. 5. ὅ.π., σ. 13 – 14. 6. Βλ. Δημήτριος Λυπουρλής, Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, Βιβλία Α – Δ’, ἐκδόσεις Ζῆτρος, Θεσ/κη 2006, σ. 13, ὅπου ὑποσημείωση 1 παρ. 18, στὴν ἔκδοση, ποὺ ἔκανε ὁ Ingemar During στὸ ἔργο τοῦ Aristotle in the Ancient Biographical Tradition, Goteborg 1957, σ. 100 ἢ στίχ. 87-90 στὴν ἔκδοση τοῦ Olof Gigon, Vita Aristotelis, Marciana, Berlin 1962 («Kleine Texte fur Vorlesunien und Ubungen» 181), σ. 3. 7. Βλ. W. Schadewaldt, Eudoxos von Knidos und die Lehre vom umbewegten Beweger, Satura. Fests chr. O. Winreich, Baden – Baden 1952, σ.σ. 103 – 129. 8. Βλ. Δημήτριος Λυπουρλής, ὅ.π., σ. 22. 9. Βλ. Φιλολογικὴ Ὁμάδα Κάκτου, Ἀριστοτέλης, Ἅπαντα, τ. 6ος, Ἠθικὴ Εὐδήμεια, ὅ.π., σ. 14. 10. Δημ. Λυπουρλής, ὅ.π. σ. 23.