Ἡ διὰ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος χρίσις τῆς ἀνθρωπότητoς τοῦ Χριστοῦ ὡς οἰκονομικὸν filioque;
Γράφει ὁ κ. Εὐλάλιος Θωμαΐδης, Θεολόγος
Σύμφωνα μὲ τὸν Ἱσπανὸ ρωμαιοκαθολικὸ ἰησουίτη L. Ladaria, ἡ σημασία τῆς χρίσεως τῆς προσληφθείσας ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὴν ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ πιὸ συγκεκριμένα κατὰ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ἀπὸ τὸν Ἅγ. Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστή, ἀποδυναμώθηκε ἐξαιτίας τῆς πατερικῆς ἔμφασης στὴν ὑποστατικὴ ἕνωση (χριστομονισμός), καὶ μάλιστα κατέληξε στὸ νὰ ἀπορροφηθεῖ πλήρως ἀπὸ αὐτήν [1]. Ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν Ladaria, παρέλειψαν νὰ τονίσουν ὅτι τὸ ἴδιο τὸ Ἅγ. Πνεῦμα ἀποστέλλεται στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ σχετιζόμενο προσωπικὰ μὲ αὐτή, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς ἀρειανικὲς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς των. Ἔτσι, στὸν L. Ladaria δὲν ἀρέσουν οἱ θεολογικὲς θέσεις τοῦ Μ. Ἀθανασίου καὶ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἢ Ναζιανζηνοῦ, οἱ ὁποῖες ἀναφέρουν ὅτι ὁ Χριστὸς χρίζει τὸν ἑαυτό του ὡς Θεὸς καὶ συνάμα χρίζεται ὡς ἄνθρωπος, καθότι ἔτσι συσκοτίζεται ὁ τριαδικὸς χαρακτήρας τῶν ἔγχρονων ἀποστολῶν [2] ἤ, ἀλλιῶς, ἡ ἀντανάκλαση τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος μέσα στὴ θεία οἰκονομία. Ὑπάρχει χῶρος γιὰ δράση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, διερωτᾶται ὁ L. Ladaria, μέσα στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Ἰησοῦ ἢ ὅλα ἔχουν καθοριστεῖ ἀπὸ τὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπότητας ἐκ μέρους τῆς Ὑποστάσεως τοῦ Λόγου στὴ μήτρα τῆς Παναγίας; Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ὑπάρχει διαφορὰ ἢ ταυτότητα σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴ σχέση πρόσληψης (κατὰ σάρκα γέννηση τοῦ Σωτῆρος) καὶ χρίσεως (βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη Ποταμό) [3];
Ἡ κριτικὴ ποὺ κάνει ὁ Ladaria πάνω στὸ παρὸν ζήτημα δὲν ἀφήνει ἀνέγγιχτη καὶ τὴν παραδοσιακὴ λατινικὴ θεολογία. Στὸ ἴδιο ἀτόπημα, λοιπόν, φαίνεται νὰ πέφτει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης [4]. Παρότι ὁ Θωμᾶς διακρίνει τὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπότητας ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὴν ἐπέλευση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Υἱοῦ κατὰ τὸ βάπτισμά Του στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ δὲ δίνει κανένα χῶρο γιὰ προσωπικὴ δράση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ [5].
Ἔτσι, ὁ ἰησουίτης L. Ladaria θὰ καταφύγει στὴν ἀπόψη τοῦ Γερμανοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ θεολόγου H. Muhlen [6], προκειμένου νὰ ἐπισημάνει τὸν τριαδικὸ χαρακτήρα τῆς χρίσεως τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Muhlen διακρίνει τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, καθότι ἡ Ἐκκλησία δὲ μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ τὴ συνέχιση τῆς ἐνσάρκωσης. Ἡ ἐνσάρκωση ἔγινε μία φορὰ καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἀνεπανάληπτη [7]. Ἡ διάκριση τῆς ἐνσάρκωσης ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἔχει τριαδικὴ προέλευση, ἡ ὁποία προέλευση ἐκδηλώνεται μὲ τὶς ἔγχρονες ἀποστολὲς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος μέσα στὴν κτιστὴ πραγματικότητα [8]. Ὁ Πατὴρ ἀποστέλλει καὶ δὲν ἀποστέλλεται, ὁ Υἱὸς ἀποστέλλεται καὶ συνάμα ἀποστέλλει μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα τὸ Ἅγ. Πνεῦμα, καὶ τέλος τὸ Ἅγ. Πνεῦμα μόνον ἀποστέλλεται καὶ δὲν ἀποστέλλει σὲ καμία περίπτωση τὸν ἑαυτὸ του [9]. Ἄρα, βλέπουμε πὼς τὸ filioque ἐξεικονίζεται καὶ στὴν οἰκονομία, καθότι ἡ τάξη τῶν ἀποστολῶν στὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας μας δεικνύει, σύμφωνα μὲ τοὺς Λατίνους πάντοτε, τὴν τάξη τῶν ἐνδοτριαδικῶν προόδων. Τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας σχετίζονται μεταξύ τους, τόσο ὡς πρὸς τὸ ἐπίπεδο τῆς θεολογίας, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὸ ἐπίπεδο τῆς οἰκονομίας. Συνεπῶς, φανερώνεται ξεκάθαρα ὅτι οἱ Λατῖνοι δέχονται καὶ ἕνα οἰκονομικὸ filioque, ἐκεῖνο ποὺ θέλουν νὰ «φορτώσουν» καὶ στὴν ὀρθόδοξη παράδοση [10].
Τί σχέση ἔχει ὅμως τὸ οἰκονομικὸ filioque μὲ τὴ σχέση πρόσληψης καὶ χρίσης, τὴν ὁποία πραγματευόμαστε στὸ παρὸν μας ἄρθρο; Ὁ Muhlen ὑποστηρίζει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὴ συνέχιση τῆς χρίσης τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα καὶ ὄχι τῆς ἐνσάρκωσης [11]. Ἡ ἐνσάρκωση ἀποτελεῖ τὸ a priori στοιχεῖο (συνθήκη δυνατότητας) τῆς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χρίσης τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα προβάλλεται ἢ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Υἱό. Συνεπῶς, ἡ ἐνσάρκωση καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐξεικονίζουν (ἀναλογία ὄντων) τὶς ὑποστατικὲς προόδους τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ Ἁγ. Πνεύματος ἤ, ἀλλιῶς, τὸ ἴδιο τὸ ἀΐδιο filioque ἐξεικονίζεται στὸ οἰκονομικὸ filioque.
Σύμφωνα μὲ τὸν Muhlen, ὁ Ἰησοῦς ἐξέλαβε τὴν πληρότητα τοῦ Πνεύματος κατὰ τὴ σύλληψή του στὴ μήτρα τῆς Παναγίας. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι ἡ χρίση δὲν Τοῦ προσέθεσε κάτι καινούργιο, κατὰ τὸν ἀνωτέρω Γερμανὸ ρωμαιοκαθολικὸ θεολόγο πάντοτε. Θὰ μπορούσαμε νὰ μιλήσουμε γιὰ μία ἱστορία τῆς χάριτος τοῦ Ἰησοῦ. Μία αὔξηση τῆς ἐκδήλωσης αὐτῆς τῆς χάριτος. Ἡ χρίση τοῦ Ἰησοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι δὲν εἶναι μία ἁπλὴ ἐκδήλωση ἐκείνου ποὺ ἤδη ὑπῆρχε, ἀλλὰ κάνει τὸ Χριστὸ νὰ αὐξάνει κατὰ τὴ χάρη κατὰ τὸ «ταξίδι» ἐπιστροφῆς του πρὸς τὸν Πατέρα [12].
Ἡ αὔξηση αὐτή, ὅμως, δὲ μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἐκεῖνα ποὺ αὐξάνουν ἢ μειώνονται εἶναι τὰ κτίσματα ποὺ μετέχουν τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι τέλεια καὶ ὡς ἐκ τούτου τίποτε δὲν τῆς προσθέτει τὸ βάπτισμα. Τὸ βάπτισμα στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ἔγινε γιὰ λόγους οἰκονομίας, τουτέστιν πρὸς θεμελίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν. Ἀκόμη, ἡ χρίση τοῦ ἀνθρωπίνου στοιχείου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινε διὰ τῆς ἀσπόρου συλλήψεώς Του στὴν μήτρα τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ ὄχι διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Τὸ βάπτισμα ἐπιβεβαιώνει – ἀποκαλύπτει ἐκεῖνο ποὺ ἤδη εἶναι ὁ Χριστός, ἤτοι ἡ μία σύνθετη ὑπόσταση τοῦ Λόγου ποὺ ὑπάρχει σὲ δύο φύσεις, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. Τέλος, τὸ Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι παρὸν στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ ἐνεργειακά, ἐνῶ παράλληλα ὁ Υἱὸς εἶναι ὑποστατικὰ [13]. Ὁ Χριστὸς ἔχει τὸ Πνεῦμα ὡς τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὄχι ὑποστατικά. Τοῦτο, ἀκολούθως, σημαίνει ὅτι τὸ ἔχει ὡς πλήρωμα τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν, πρᾶγμα ποὺ δεικνύει ὅτι τόσο ὁ Υἱὸς ὅσο καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα κατέρχονται στὴ μήτρα τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας κατὰ τὴν ἄσπορη σύλληψη ἢ χρίση, ὁ Πρῶτος μόνον καθ’ ὑπόστασιν, ἐνῶ τὸ Δεύτερο μόνο κατ’ ἐνέργειαν [14]. Ἑπομένως, ἡ λήψη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος κατὰ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἡ μόνη δυνατὴ χρίση, δὲ σημαίνει καμία ὑποστατικὴ ἢ προσωπικὴ σχέση μεταξύ τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἡ ὁποία ὑποτίθεται ὅτι ἐξεικονίζει τὴν ὑποστατικὴ ἀνάπαυση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στὸν Υἱὸ [15], ἀλλὰ σημαίνει ὅτι ὅλες οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες (ἐκ Πατρός, δι’ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι) εἶναι παροῦσες μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς, κανένα εἶδος filioque δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει, εἴτε ἀΐδιο εἴτε οἰκονομικό, τουλάχιστον κατὰ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση.
Σημειώσεις:
[1] L. Ladaria, La Trinita mistero di comunione, traduzione: M. Zapella, edizioni Paoline, Milano 2004, p. 241. [2] Σύμφωνα μὲ τοὺς Λατίνους, ἡ ἔγχρονη ἀποστολὴ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ οἱ ὑποστατικὲς πρόοδοι τῶν αἰτιατῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἤτοι τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, σὺν ἕνα κτιστὸ ἀποτέλεσμα. Ἐν ὀλίγοις, οἱ ἔγχρονες ἀποστολὲς ἀποτελοῦν τὴν ἴδια τὴν παρουσία τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσῳ κτιστῶν σημείων. Τὰ κτιστὰ σημεῖα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ ἡ διὰ κτισμάτων(φωτιὰ καὶ περιστέρι) φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι παρόντες μὲ νέο τρόπο, διότι φανερώνονται μὲ κτίσματα μεταγενέστερά των. Ἄρα ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι παρόντες στὴν κτίση εἴτε ὑποστατικὰ εἴτε οὐσιωδῶς, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἀλλάζει εἶναι ἡ πρόσληψη κτισμάτων, οὕτως ὥστε οἱ αἰτιατὲς ὑποστάσεις νὰ κάνουν αἰσθητὴ τὴν παρουσία τους καὶ νὰ ὁδηγήσουν τὰ λογικὰ κτίσματα στὸν Πατέρα. Ἄρα, οἱ Λατῖνοι πρεσβεύουν ἐκεῖνο ποὺ ἡ Ἔκθεση Δυσσεβημάτων καταδικάζει ρητῶς, τὴ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν οὐσία καὶ τὶς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας. [3] Ὅπ.π., σελ. 242. [4] Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης δέχεται μία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ταυτόσημη μὲ τὴν οὐσία του, καὶ ἕνα ἔργο, ὁλόκληρη τὴν κτιστὴ πραγματικότητα. Ἐκεῖνο ποὺ τονίσαμε σὲ προηγούμενά μας ἄρθρα εἶναι ὅτι ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης εἶναι ὁ εἰσηγητὴς τῆς λειτουργικῆς διάκρισης τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδας, καθότι δέχεται ὅτι κάθε πρόσωπο ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι (τὸ ἀξίωμα ὁ τρόπος τοῦ δρᾶν ἀκολουθεῖ τὸν τρόπο τοῦ εἶναι – προσώπου), ἤτοι ὡς πρόσωπο ἢ ὑπόσταση. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἀκινάτης δὲ φθάνει στὸ σημεῖο νὰ πεῖ ὅτι κάθε πρόσωπο ἐπιτελεῖ ξεχωριστὸ ἔργο, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Moltmann καὶ ὁ Ν. Ματσούκας. Ἐπίσης, θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι μερικοὶ μοντέρνοι θεολόγοι ἐπικρίνουν τὴ θωμιστικὴ θεολογία ὅτι δὲ δεικνύει ξεκάθαρα ὅτι τὰ τριαδικὰ πρόσωπα ἐνεργοῦν ὡς πρόσωπα, γιατί τὰ ὑποτάσσει στὴ μία οὐσία καὶ στὸ ἕνα της ἔργο. [5] Ὅπ.π., σσ. 247-248. [6] Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ Muhlen ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ὑποστήριζε ὅτι μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα ὑπάρχει ἕνα ἀγαπητικὸ παιχνίδι ἀλληλοδιάδοσης τῆς οὐσίας. Ὁ Πατὴρ δίνει τὴν οὐσία, ὁ Υἱὸς τὴ λαμβάνει ἀντιδίδοντάς την στὸν Πατέρα, καὶ μαζὶ τὴ χορηγοῦν στὸ Ἅγ. Πνεῦμα. [7] Ὅπ.π., σελ. 249. [8] Ὅπ.π., σελ. 250. [9] Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση μπορεῖ κάλλιστα νὰ ὑποστηριχθεῖ ὅτι τὸ Ἅγ. Πνεῦμα ἀποστέλλει τὸν Ἑαυτὸ Του δίχως καμία ἐπιφύλαξη, καθότι ἡ ἀποστολὴ δὲ θεμελιώνεται στὴν ἐκπόρευση. [10] Αὐτὸ τὸ οἰκονομικὸ filioque μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὴν περίφημη συσχέτιση μεταξύ τῆς χριστολογίας καὶ τῆς πνευματολογίας, γνωστὴ σὲ ἀκαδημαϊκοὺς κύκλους, συσχέτιση ποὺ ὑποστηρίζεται ἀπὸ ἀρκετοὺς ὀρθόδοξους μεταπατερικοὺς θεολόγους. [11] Ὅπ.π., σελ. 251. [12] Ὅπ.π., σελ. 252. [13] Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ διαφορὰ μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν χριστῶν κατὰ χάριν, ἤτοι τῶν ἁγίων ἢ ἀξίων. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν πρόσληψή της ἀπὸ τὴν ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ γίνεται πηγὴ τῆς ἀκτίστου δόξης τῆς θεότητας, ἕνεκα τοῦ ἑνιαίου τῆς ὑποστάσεως τοῦ Λόγου, καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια πηγὴ κατέχει τὸ πλήρωμα τὸν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν. [14] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Διάλεξις Θεοφάνους πρὸς Θεότιμον, 28, Π. Χρήστου Β΄, σελ. 255. [15] Ἡ ἀνάπαυση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στὸν Υἱὸ δὲ σημαίνει ὑποστατικὴ σχέση, ὅπως θὰ ἤθελαν οἱ Λατῖνοι, ἀλλὰ φυσικὴ ταυτότητα. Ἡ ἀνάπαυση δὲν ἑρμηνεύεται κατὰ τοὺς Πατέρες ὡς ὑπαρκτικὴ σχέση τῶν δύο αἰτιατῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδας μεταξύ τους, ἀλλὰ ἀναφέρεται, τόσο στὸ ὁμοούσιο τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων, ὅσο καὶ στὸ ὁμοδύναμο.