Ἡ ἀνθρωπίνη γνῶσις τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν Bonaventura
Γράφει ὁ κ. Εὐλάλιος Θωμαΐδης, θεολόγος
Σὲ προηγούμενό μας ἄρθρο εἴδαμε ὅτι οἱ σύγχρονοι παπικοὶ θεολόγοι ἀποδέχονται κάποιο ἰδιότυπο εἶδος νεστοριανισμοῦ, καθὼς ἀρνοῦνται ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι παντοδύναμη καὶ παντογνώστρια, ἕνεκα τῆς ὑποστατικῆς ἐγκατοίκησης (καὶ ὄχι κατὰ χάριν) μέσα σ ’αὐτὴν τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ἡ σύγχρονη ρωμαιοκαθολικὴ θεολογία ἀρνεῖται τὴν ἐξ ἄκρας συλλήψεως ὑποστατικὴ θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ [1]. Ὅμως, ἡ ἄρνηση τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως, τουλάχιστον ὅπως τὴν ἐκλαμβάνει ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, δὲν εἶναι διδασκαλία μονάχα τῆς μοντέρνας παπικῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ ἐκείνης τῆς κλασσικῆς μεσαιωνικῆς. Ἡ ἄρνηση τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὀρθοδόξως ὡς μετάδοση ὅλων τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν ἀπὸ τὴν θεία φύση στὴν ἀνθρώπινη στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὑποστηρίζεται ἀπὸ τοὺς Bonaventura καὶ Θωμᾶ Ἀκινάτη. Θὰ μπορούσαμε λοιπὸν νὰ ποῦμε ὅτι ἐκεῖνοι εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ τὸν μοντέρνο νεστοριανισμὸ ποὺ ὑποστηρίζεται εὐρέως ἀπὸ τοὺς παπικοὺς θεολόγους στὴ σύγχρονη ἐποχή.
Ἂς δοῦμε τώρα πῶς θεωρεῖ ὁ Bonaventura τὴν ἀνθρώπινη γνώση τοῦ Χριστοῦ. Σύμφωνα μὲ τὸν φραγκισκανὸ θεολόγο καὶ φιλόσοφο, ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ διαθέτει τριῶν εἰδῶν γνώσεις. Ἡ πρώτη γνώση καλεῖται γνώση ἐκ τοῦ Λόγου καὶ ἀφορᾶ στὴ γνώση τῆς θείας οὐσίας καὶ τῶν λόγων τῶν ὄντων ἐκ μέρους τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Ἕνεκα τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ γνωρίζει τὴ θεία οὐσία (μακαρία θέα τῆς θείας οὐσίας) καὶ ὅλους τούς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους αὐτὴ ἀναπαράγεται πεπερασμένα, ἤτοι ὅλες τὶς θεῖες ἰδέες ἢ λόγους τῶν ὄντων [2]. Ἡ δεύτερη γνώση καλεῖται γνώση τῆς ἁπλῆς νόησης καὶ ἀφορᾶ στὴν γνώση ἐννοιῶν, οἱ ὁποῖες προέρχονται μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο ἀπὸ τὸ Θεό. Ἐν ὀλίγοις, ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος γνώριζε ὅλα τὰ εἴδη ἢ οὐσίες τῶν ὄντων, ἐπειδὴ τοῦ εἶχαν χορηγηθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἄμεσα, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς προφῆτες. Ἔτσι, ὁ Χριστὸς δὲ χρειαζόταν νὰ κάνει ἀφαιρέσεις διὰ τῶν ἐμπειριῶν του, προκειμένου νὰ γνωρίσει τὶς κτιστὲς πραγματικότητες, καθότι τὶς γνωρίζει ἤδη μὲ τὴ μορφὴ εἰδῶν (γνώση τοῦ εἴδους «ἄνθρωπος», «ἄλογο», «θάλασσα» καὶ οὕτω καθεξῆς). Ἡ τρίτη γνώση τῆς ψυχῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκείνη τῆς ἐμπειρικῆς ὁδοῦ. Ὁ Bonaventura, λοιπόν, δέχεται ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος μάθαινε μέσῳ τῆς ἐμπειρίας. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ μάθηση δὲν εἶναι μάθηση πραγμάτων μὴ γνωριζόμενων ἐξαρχῆς (βλ. τὸ δεύτερο εἶδος γνώσεως). Κάθε φορά ποὺ ὁ Χριστὸς φαίνεται ὅτι μαθαίνει κάτι ἐμπειρικά, στὴν πραγματικότητα δὲν κάνει κάτι ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἐφαρμόζει τὴν ἤδη ὑπάρχουσα γνώση ποὺ ἔχει, χρησιμοποιώντας αἰσθητὰ ἢ ἐμπειρικὰ δεδομένα. Συνεπῶς, ὁ Χριστὸς ἔχει ὅλη τὴν κτιστὴ γνώση τῶν πραγμάτων καὶ ἐπιλέγει νὰ ἔχει ἐμπειρία ὁρισμένων μόνο κτιστῶν γνώσεων, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ εἶναι παντογνώστρια ἐξ ἄκρας συλλήψεως, σύμφωνα μὲ τὸν Bonaventura [3].
Τὸ πρόβλημα, ὅμως, στὸ ἀμέσως κατωτέρω σημεῖο. Ὁ Bonaventura φαίνεται νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Πέτρο Λομβαρδό, ὁ ὁποῖος στὴν προσπάθειά του νὰ ἀποφύγει τὸν μονοφυσιτισμὸ ὑποστήριξε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ γνωρίζει ὅ,τι ἀκριβῶς γνωρίζει ἡ θεία του φύση, ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἴδια καθαρότητα καὶ σαφήνεια [4]. Ὁ Bonaventura, μὲ τὴ σειρά του, θὰ περιορίσει τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν ἑξῆς κατωτέρω τρόπο. Ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς γνώσεως τῶν λόγων τῶν ὄντων καὶ τῆς θείας οὐσίας γνωρίζει ὅλα τὰ κτίσματα ποὺ ὑπάρχουν μὲ ἐνεργὸ τρόπο. Ὅμως, δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει ὅλους τούς πιθανοὺς κόσμους, δηλαδὴ ἐκεῖνο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε δημιουργήσει ὁ Θεός, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔπραξε. Ἄρα, ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει τὸ Θεὸ ὡς δυνητικὸ δημιουργό, ἀλλὰ μόνο ὡς ἐνεργό. Συνεπῶς, ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ γνωρίζει μόνον ὅ,τι ὑπάρχει καὶ ὄχι ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρχει [5].
Τὸ πρόβλημα τῆς ἀνωτέρας θέσης ἔγκειται στὸ ὅτι ἀπὸ τὸν Bonaventura καὶ μετὰ ἀρχίζει μία προσπάθεια ὑποτίμησης τῆς ἀνθρώπινης γνώσεως τοῦ Χριστοῦ, καθότι προσπαθεῖ νὰ τὴν περιορίσει, εἰσάγοντας τὴ διάκριση τῆς γνώσης τοῦ ἐνεργοῦ κόσμου (τοῦ κόσμου ὅπως εἶναι) καὶ τῆς γνώσης δυνητικῶν κόσμων (γνώση τοῦ κόσμου, ἔτσι ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι). Γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὸ δυνητικὸ εἶναι μὴ ὑπαρκτὸ καὶ ἄρα μὴ ὄν. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνὸς ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ ὄντα καὶ ὄχι τὰ μὴ ὄντα. Γνωρίζοντας ὁ Θεὸς τοὺς ἀκτίστους λόγους τῶν ὄντων, δημιουργεῖ τὰ ὄντα, ὅπως τὰ γνωρίζει καὶ τὰ θέλει. Ἐὰν ὑποστηρίζαμε ὅτι ὁ Θεὸς γνωρίζει κάτι πού δὲν ὑπάρχει, τότε θὰ καταλύαμε τὴν παντοδυναμία του, γιατί τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἐμπόδιζε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὸ νὰ δημιουργήσει κάτι πού γνωρίζει; Ὁ Χριστός, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ἔχει μέσα του ὡς ἄνθρωπος ὅλες τὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες ταυτίζονται μὲ τοὺς λόγους τῶν ὄντων. Ἔτσι, φαίνεται ὅτι ἡ τεχνικὴ διάκριση μεταξὺ ὑπαρκτοῦ καὶ δυνητικοῦ κόσμου τοῦ Bonaventura τέθηκε μόνο καὶ μόνο, γιὰ νὰ περιορίσει τὴν ἀνθρώπινη γνώση τοῦ Χριστοῦ σὲ σημεῖο ποὺ νὰ ἀρχίσει νὰ ἀμφισβητεῖται ἐκ νέου (ὅπως στὶς ἀρχαῖες χριστολογικὲς αἱρέσεις) ἡ ὑποστατικὴ ἕνωση.
Στὸ ἑπόμενό μας ἄρθρο θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴ γνώση τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ Θωμᾶ Ἀκινάτη, ὁ ὁποῖος περιορίζει τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Ἰησοῦ ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὸν Bonaventura, καθότι ὁ φραγκισκανὸς θεολόγος ἀρνεῖται στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ μόνο τὴ γνώση τῶν δυνητικῶν κόσμων καὶ ὄχι τοῦ ἐνεργοῦ.
Σημείωσεις:
[1] Τοῦτο φανερώνεται καὶ ἀπὸ τὴ διάκριση τοῦ Χριστοῦ σὲ ἐπίγειο καὶ δοξασμένο. Ὁ ἐπίγειος Χριστὸς εἶναι ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴ γέννηση μέχρι καὶ τὸ σταυρικὸ θάνατο, ἐνῶ ὁ δοξασμένος Χριστὸς εἶναι ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν ἀνάσταση. Ἔτσι, οἱ Λατῖνοι φαίνεται ὅτι διαιροῦν τὸν Χριστὸ δὲ δύο εἴδη «χριστῶν». Ὁ δοξασμένος Χριστός, κατὰ τοὺς Λατίνους πάντοτε, παίρνει κάποια νέα ἰδιώματα μετὰ τὴν ἔνδοξη ἀνάσταση, ὅπως τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀπάθεια, τὴν λεπτότητα τοῦ σώματός του καὶ τὰ λοιπά, πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν τὰ εἶχε ἀπὸ πρίν. Ὅμως, ἡ ὀρθόδοξη παράδοση δὲ διαιρεῖ τὸ Χριστὸ σὲ ἐπίγειο καὶ δοξασμένο, καθότι ἐξ ἄκρας συλλήψεως ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεωμένη ἢ δοξασμένη. Τοῦτο φαίνεται ξεκάθαρα καὶ ἀπὸ τὴν μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος στὸ ὄρος Θαβώρ, ὁ ὁποῖος ἔδειξε στοὺς μαθητὲς Του ὅ,τι ἤδη ἦταν ἐξαρχῆς, τουτέστιν σαρκοφόρος Θεός. Ἕνας, λοιπόν, εἶναι ὁ Χριστός, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ὁ ὁποῖος μέχρι καὶ τὸν θάνατό του ἔκρυβε τὴ θεότητά του, (ἔκρυβε μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὴν ἀποκάλυπτε στοὺς μαθητὲς του συγκαταβατικὰ πρὸς τὴν δικὴ των ἀδυναμία), ἐνῶ μετὰ τὴν ἀνάστασή Του τὴν φανέρωσε στὴν πληρότητά της. Ἐν ὀλίγοις, ἡ μόνη διάκριση εἶναι ὅτι μέχρι καὶ τὸν θάνατο τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ τὸ σῶμα Του ἦταν ἑκουσίως παθητὸ καὶ φθαρτό, ἐνῶ μετὰ τὴν ἀνάσταση ἄφθαρτο. Ἄρα, ἡ μόνη διάκριση ποὺ κάνουμε περὶ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκείνη μεταξύ τοῦ ἑκουσίως φθαρτοῦ καὶ ἀφθάρτου καὶ ὄχι αὐτὴ τοῦ ἐπίγειου καὶ δοξασμένου Χριστοῦ, καὶ τοῦτο, διότι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἔχει ὅλες τὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, τόσο ὡς φθαρτὸ (πρὶν τὴν Ἀνάσταση) ὅσο καὶ ὡς ἄφθαρτο (μετὰ τὴν Ἀνάσταση). [2] Βλ. Α. Ducay, Gesu. Coscienza, liberta redenzione. Saggio di cristologia, Roma 2019, p. 39-40. Σύμφωνα μὲ τὸν Bonaventura, ἐντός τῆς θείας οὐσίας ὑπάρχουν τὰ ἀρχέτυπα τῆς δημιουργίας, τὰ ὁποῖα ταυτίζονται μὲ αὐτήν. Ἄρα, ἡ ἴδια ἡ θεία οὐσία ἀντιγράφεται ἢ μιμεῖται μὲ πεπερασμένο τρόπο ἀπὸ τὰ ποικίλα κτιστὰ ὄντα, καθότι ἡ πρώτη χορηγεῖ στὰ δεύτερα τὶς τελειότητές της πάλι μὲ τρόπο πεπερασμένο. Συνεπῶς, πολὺ ὀρθὰ ὁ π. Ἰ. Ρωμανίδης ἐπισημαίνει ὅτι γιὰ τοὺς Λατίνους ἡ κτιστὴ πραγματικότητα ἀποτελεῖ ἀντιγραφὴ τῆς θείας οὐσίας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει σὲ πανθεϊσμὸ μὲ βάση τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια. [3] Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ὁ Χριστὸς διὰ τῆς ἐμπειρικῆς ὁδοῦ ἐπιβεβαίωνε ἐκεῖνο ποὺ ἤδη γνώριζε μὲ βάση τὸ δεύτερο εἶδος γνώσης (ἐκεῖνο τὸ ἄμεσο, ὅπως στοὺς ἀγγέλους καὶ στοὺς προφῆτες). Τὸ γεγονός, ὅμως, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἐμπειρία πολλῶν ἀπὸ τὶς κτιστὲς πραγματικότητες, δὲ σημαίνει ὅτι δὲν τὶς γνώριζε, σύμφωνα μὲ τὸν Bonaventura. Παραδείγματος χάριν, ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος ἤξερε τί εἶναι ὁ καφές, ἐπειδὴ κατεῖχε τὸ εἶδος ἢ ἰδέα τοῦ καφὲ μέσα στὸ νοῦ του, χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη τῆς ἐμπειρίας τῆς πόσεως τοῦ καφέ, προκειμένου νὰ σχηματίσει τὴν ἰδέα τοῦ καφὲ (ἀφαίρεση). [4] Petrus Lombardus, Libri IV Sententiarum, Lib III, disp. 14. [5] Bonaventura, De scientia Christi, q. 7, Conclusio