Ἑβδομὰς οἰκουμενιστικῆς συμπροσευχῆς
Ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, διὰ τὴν ἀκρίβειαν ἀπὸ τὸ 1909, ταυτόχρονα περίπου μὲ τὴν ἔναρξιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχει ὁρισθῆ ἡ «ἑβδομάδα προσευχῆς γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν». Ἀπὸ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν ἔχει ὁρισθῆ εἰς τὸ Βόρειον ἡμισφαίριον διὰ 18-25 Ἰανουαρίου καὶ εἰς τὸ Νότιον ἡμισφαίριον κατὰ τὴν Πεντηκοστήν. Εἰς τὸ θέμα αὐτῆς τῆς συμπροσευχῆς ἀφιερώνεται δημοσίευμα τοῦ κ. Νεκταρίου Δαπέργολα μὲ τίτλον «Νέες ἀποτρόπαιες βλασφημίες οἰκουμενικῆς ἐξαχρείωσης» εἰς τὸ ἱστολόγιον «aktines.blogspot.com» τῆς 26ης Ἰανουαρίου 2025. Μεταξὺ ἄλλων σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Ἐνῶ διάγουμε τὸ διάστημα πού ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῶν μεγάλων Πατέρων πού πρωτοστάτησαν στὸν ἀγώνα ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, τὸ ἴδιο ἀκριβῶς διάστημα ἔχει ἐπιλεγεῖ (προφανῶς ὄχι τυχαῖα) ἀπὸ τὸ ζοφερὸ Φανάρι καὶ τὰ λοιπὰ παράκεντρα καὶ ἀπόκεντρα τῆς βλασφημίας, γιὰ νὰ καθιερώσουν τὴν διαβόητη πλέον ἑβδομάδα «οἰκουμενικῆς προσευχῆς» γιὰ τὴν ἑνότητα, λέει, τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου…». Ἀλλὰ ἡ «χριστιανικὴ ἑνότητα ΔΕΝ νοεῖται καὶ ΔΕΝ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, παρὰ μόνο ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀληθείας καὶ διὰ τῆς ἐπιστροφῆς σὲ αὐτὴν τὴν ἀλήθεια (δηλαδὴ στὴν Ὀρθοδοξία) τῶν αἱρετικῶν. Ταυτόχρονα, τὸ ἴδιο ἀπολύτως ξεκάθαρο παραμένει καὶ τὸ ὅτι, ὅπως ρητὰ ὁρίζουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ὅποιος συμπροσεύχεται μὲ αἱρετικούς, πρέπει νὰ ἀφορίζεται (ἂν εἶναι λαϊκὸς) καὶ νὰ καθαιρεῖται (ἂν εἶναι κληρικός)». Ἑπομένως, ὅπως ἐπιμένει ὁ κ. Δαπέργολας «τὴν ἀρρώστια τους λοιπὸν δὲν θὰ μᾶς τὴν βαπτίσουν οὔτε πνευματικὴ πρόοδο, οὔτε «ἔργο ἀγάπης», οὔτε πορεία ὑλοποίησης τῆς γνωστῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐχῆς «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως».
Δὲν θὰ πρέπη ἐπιτέλους οἱ πιστοὶ ὅλων αὐτῶν τῶν «ἐκκλησιῶν» νὰ ἀναρωτηθοῦν διὰ τὸν στόχον αὐτῶν τῶν συμπροσευχῶν; (Μία ἄλλη ἡμέρα συμπροσευχῶν εἶναι ἡ «Ἡμέρα τῆς Δημιουργίας», ἡ ὁποία μὲ πρωτοβουλίαν τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου ἔχει καθιερωθῆ ἀπὸ τὸ 2010 διὰ τὴν πρώτην Κυριακὴν τοῦ Σεπτεμβρίου). Εἰς τὸ πνεῦμα τῆς παγκοσμιοποιήσεως ἀποβλέπουν προφανῶς, μὲ μοχλὸν κυρίως τὸ συναίσθημα, εἰς τὴν δημιουργίαν μίας οἰκουμενιστικῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανικῶν παραδόσεων μὲ ἀρχηγὸν – παράλληλα μὲ τὸν πολιτικὸν πλανητάρχην – τὸν θρησκευτικὸν πλανητάρχην, τὸν Πάπαν. Τὸ τραγικὸν εἶναι, ὅτι οἱ σημερινοὶ πιστοὶ δὲν εἶναι εἰς θέσιν πλέον νὰ ἀντιληφθοῦν αὐτὴν τὴν βασικὴν ἐπιδίωξιν τῆς κυριαρχήσεως ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ τὸ πλέον λυπηρὸν εἶναι, ὅτι δὲν γίνεται ἀντιληπτὸν πλέον, ὅτι ἡ ἕνωσις μὲ τὸν Χριστὸν – τὴν Ζωὴν τοῦ κόσμου – καὶ κατ’ ἐπέκτασιν καὶ τῶν πιστῶν μεταξύ τους δύναται νὰ πραγματοποιηθῆ μόνον εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία μέσῳ τῶν Ἁγίων της μαρτυρεῖ τὸ ἦθος καὶ τὴν ζωὴν τοῦ Χριστοῦ εἰς ὅλους τούς αἰῶνας. Δεδομένον εἶναι, ὅτι ἡ Δύσις ἐδῶ καὶ αἰῶνας ἔχει ἐξαφανίσει τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἀπὸ τὴν ζωήν της, ἤ, διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν μὲ τὴν χειρουργικὴν γλῶσσαν τοῦ Νίτσε, ἔχει μετατρέψει τὰς ἐκκλησίας της εἰς τάφους τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑποταγὴ ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ θὰ ἔχη ἑπομένως ὡς ἀναπόφευκτον συνέπειαν, νὰ ἐκδιώξωμεν καὶ ἡμεῖς τὸν Χριστὸν ἀπὸ τοὺς ναοὺς καὶ τὰς ἐνορίας μας καὶ τελικὰ καὶ ἀπὸ τὰς καρδίας μας.