´Εθελοντές τῆς Ἀναστάσεως” (προλεγόμενα στή μεγάλη ἑορτή)
† Ὁ Γουμενίσσης,
Ἀξιουπόλεως καί Πολυκάστρου
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Στήν ἐποχή τῆς πληθωρικῆς διακίνησης τῆς γνώσης, στήν μεταβατική ἐποχή πρός τήν
ἐπικυριαρχία τοῦ “ἄυλου πολιτισμοῦ”, ἐκπολιορκούμεθα συστηματικά ἀπό τήν ἄγνοια καί τήν
λήθη τοῦ Θεοῦ. Οἱ πλείονες ἀγνοῦν τόν Θεό εἴτε ἐθεΐζουν εἴτε θεΐζουν σέ φαντασιώσεις. Ἡ
ἄλλη πάλι μερίδα, πού φαινόταν νά εὐνοεῖται ἀπό τό μέγα ἔλεος τῆς θείας αὐταποκάλυψης,
δυστυχῶς ἀμνημονεῖ περί τόν Θεό ἀγνωμόνως καί Τόν ἀπολησμονεῖ. Κι ὅμως· μέχρι καί σ᾽
αὐτήν τήν ἐποχή δέν ἔπαψαν νά ἀναφαίνονται ἄνθρωποι τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας, τῆς
μαρτυρικῆς θεογνωσίας, τῆς ἀσκητικῆς θεογνωσίας. Ἡ Ἐκκλησία ἐλπίζει, κι ἐμεῖς
αἰσιοδοξοῦμε πώς δέν θά παύσουν νά ἀναφαίνονται τέτοιοι ἄνθρωποι μέχρι τά ἔσχατα τῆς
μεταβατικῆς ἐνιστορίας μας.
Αὐτήν τήν αὐταποκάλυψη τοῦ Ἀληθινοῦ ἀνανεώνει κάθε χρόνο μέ λατρευτική ἔνταση ἡ
Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἑστιάζοντας ἀνέκαθεν στό γεγονός καί στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀπό
τότε πού φανερώθηκε συντελεσμένο, μετά ἀπό αἰῶνες προφητικῆς προαγγελίας.
***
«Ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός,
καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων,
καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου».
(Ἀποκ. 1:17-18)
Ὡς Θεός περιχωρεῖται στόν Πατέρα. Ὡς Θεάνθρωπος προσάγεται ἑκούσια στόν Πατέρα,
κατά τήν ἀνθρωπινότητα τῆς ἐνανθρώπησής Του, σταυρωμένος καί ἐθελόνεκρος ἀντί
πάντων. Ὅμως παραμένει ὁλοζώντανος καί ἄθυτος, ἐνῶ αὐτοθυσιάζεται καί ἐθελούσια
πεθαίνει, μόνος Του καί θεληματικά “κλίνας τήν κεφαλήν καί παραδούς τό πνεῦμα”.
Ὅμως, δέν σταματᾶ ἐκεῖ. Προχωρεῖ ὡς εὐεργέτης στήν πληρότητα τῶν εὐεργεσιῶν Του
σέ μᾶς, στόν “παγγενῆ Ἀδάμ”. Ἀνασταίνεται ἀπό τόν τάφο καί συνανασταίνει τόν ὅλο
ἄνθρωπο, ὥστε νά μήν κατεξουσιάζει πάνω μας ἡ προτιμημένη θανάτωση τῆς ἀπόσχισής
μας ἀπό τήν ζωοποιό κοινωνία μας μέ τόν Θεό, δηλαδή μαζί Του.
Ζωοποιός νεκρός, εὐαγγελίζεται στούς προηγούμενους νεκρούς τό εὐαγγέλιο τῆς
ἐσχατολογικῆς ἀνάστασης. “Κατεργάζεται” γιά χάρη μας ἐπί τριήμερον ὄχι τήν ἔμπνευση τῆς
θείας ψυχῆς Του στό ἀνθρώπινο θεῖο σῶμά Του, ἀλλά τήν θεανθρώπινη ψυχοσωματική
ἐπανένωσή τους καί τήν θεανθρωπική ἀνθρώπινη ἀνάστασή Του. Ὁπότε γίνεται ὁ δρόμος
μας, ἡ ἀφοβία μας ἐμπρός στήν ἄφευκτη δοκιμασία τοῦ θανάτου, ἡ προσδοκία μας γιά τήν
σίγουρη διαδικασία τῆς κοινῆς ἀνάστασης.
***
«Χριστός εἰς ἑαυτόν· ἐπανέρχεσθε», τό λέει ποιητικά ὁ μεγάλος θεολόγος ἅγιος
Γρηγόριος. Ὁ Χριστός, ὡς Θεός καί ἄνθρωπος, ἐπί τριήμερον ἦταν διαχωρισμένος
ἀνθρώπινα στό σῶμά Του σέ τάφο καί στήν ψυχή Του ἀνάμεσα στούς προηγούμενους
νεκρούς. Τώρα ξαναφανερώνεται ψυχοσωματικά ἑνωμένος Θεάνθρωπος. Γιά νά μᾶς δείξει,
γιά ποῦ μᾶς ἔπλασε (ἀνεχόμενος τήν δική μας πτωτική ἐξέλιξη) καί γιά ποῦ μᾶς ἔσωσε
(ἀναδεχόμενος ὡς ἄνθρωπος τήν ὑπέρ πάντων ἀναστάσιμη θανάτωση). Εἶναι τό
πανανθρώπινο “καινούργιο Πάσχα”, μοναδικό πέρασμα ζωῆς καί ἀφθαρσίας.
Χρησιμοποιώντας μιά εἰκόνα τῆς ἐποχῆς μας, θά τολμούσαμε νά ποῦμε εἰκονιστικά, πώς
ἐμεῖς Τόν πανδημήσαμε μέ τήν καταδίκη τοῦ θανάτου μας (“κατάρα” τό χαρακτηρίζει ὁ
ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας, κεφ. 3).
Κι Ἐκεῖνος τό καταδέχθηκε θεληματικά, συγκαταβατικά, ἐθελοταπεινωτικά.
Θεληματικά πρός τόν Πατέρα. Συγκαταβατικά πρός ἐμᾶς. Ἐθελοταπεινωτικά πρός τήν
θανάτωση.
Μᾶς εἶπε ἄλλο ἕνα “ναί”, στά τόσα “ναί” τῆς ἀπροσμέτρητης φιλανθρωπίας καί
ὑπομονῆς Του γιά τίς ὀντολογικές καί ὑπαρκτικές μας ἐθελόκακες δουλώσεις. Ἡ
πανανθρωπότητα ἦταν αὐτοχρεωμένη σέ ἀνυπαρκτικές προσθανάτιες ὀντολογικές
ἀπομειώσεις (καί συνεχίζει νά γίνεται, στίς ὀντότητες ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων).
Καί ὁ Κύριος; Ἐθελοταπεινώνεται (ἀπαθῶς) σ᾽ αὐτήν τήν τραγωδία τοῦ κόσμου.
***
Ἐπί αἰῶνες μᾶς ἔλεγε “ναί”, μακροθυμώντας, μέχρι νά ρθεῖ τό “πλήρωμα τῶν καιρῶν”.
Μᾶς ξαναεῖπε τόσα “ναί”, ἐνεργώντας παράλληλα ὡς Θεάνθρωπος τήν ὑπακοή τῆς θείας
ἀνθρώπινης ζωῆς πού ἐμεῖς δέν προτιμήσαμε ἐξαρχῆς νά τήν ἐπιλέξουμε καί νά τήν χαροῦμε.
Καί στό τέλος, ἐκπειράστηκε ἀπό τό δικό μας “ἑκούσιο διακύβευμα τῆς ζωῆς” καί “τό
ἀκούσιο προτίμημα τοῦ θανάτου”. Μέ τόν ἔσχατο πειρασμό τῆς ταπείνωσής Του, ἀπό μᾶς γιά
μᾶς, μᾶς ἐμβολίασε μέ τόν ζωοποιό Του ἀνθρώπινο θάνατο. Γιά νά μᾶς ἐμβολιάσει
θεανθρώπινα καί μέ τήν ζωοποιό Του θεανθρώπινη ἐξανάσταση.
Ὡς Θεάνθρωπος ὁ ἴδιος δέν περίμενε ἀπό ἔξω τήν γιατρειά· ἀναστήθηκε αὐτεξούσια.
Ἀλλά δέν σταμάτησε ἐκεῖ. Μᾶς ἐξανέστησε “παγγενῆ τόν Ἀδάμ”. Ξεκίνησε τήν ἀντίστροφη
μέτρηση τῆς δικῆς μας αἰωνοποίησης. Ξεκίνησε τήν ἀντίστροφη μέτρηση (πρός τίς δικές μας
ἐπιλογές τῶν αἰώνων τῆς προσθανάτιας ζωῆς). Παραμένει τέλεια φανερωμένος “ὁ ἰατρός τῶν
ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν”. Ἰατρός τῆς ψυχοσωματικότητάς μας μέ γιατρικό τήν
ἀναστημένη θεανδρική ψυχοσωματικότητά Του.
Σέ μιά ἀρξάμενη ἐσχατολογική “ἀντίστροφη μέτρηση”, πού ξεκίνησε πρίν 20 αἰῶνες καί
προσμένει μέ μιά ἀκατανίκητη φιλανθρωπία “ἡττημένη” μόνο στήν ἐλευθερία μας, στήν
ἐπιλογή μας, στήν αὐτεξουσιότητά μας, πού κι αὐτά δῶρα δικά Του ἦταν καί εἶναι.
Γι᾽ αὐτό, καί ὅλα τά χριστολογικά τροπάρια περιέχουν ἀνθρωπολογικό κάλεσμα.
Μᾶς ἔβαλε στήν τροχιά τῆς ἐξανάστασης τῆς ἀνθρωπότητας. Εἶναι μιά διάρκεια
μυστηριώδους κατεργασίας πού Ἐκεῖνος ὑπομονετικά πάλι τήν κατεργάζεται γιά μᾶς.
Ὑπομένοντας τήν ἐλευθερία πού μᾶς χάρισε καί τό δικαίωμα τῆς ζωῆς πού μᾶς χάρισε,
κατεργάζεται ὑπέρ πάντων καί ὑπέρ τοῦ καθενός μας στά μέτρα μας τά μέτρα Του: τό
προνόμιο τῆς σταυρο-αναστάσιμης ἀνάστασης πού Ἐκεῖνος τό πέρασε καί τό ἐγκαινίασε γιά
μᾶς, γιά τόν καθένα μας “ἐθελοντή τῆς ἀναστάσεως”.
***
Ἄραγε πόσοι ἀπό μᾶς θά προτιμήσουν νά εἶναι “ἐθελοντές τῆς ἀναστάσεως”;
Καί μάλιστα ὄχι μιᾶς ἀόριστης ἐξανάστασης, ἀλλά τῆς δικῆς Του Ἀναστάσεως;
Τόσα ἄλλα μηνύματα ἐκδεχόμεθα, ἀπό τήν πρώτη-πρώτη στιγμή τῆς κυοφορικῆς μας
σύλληψης μέχρι τήν ἔσχατη ὥρα τῆς βιολογικῆς μας ἀντιληπτότητας. Τοῦτο τό “ἐρώτημα
ζωῆς” (καί ζωντάνιας) πόσο μᾶς προβληματίζει;
Ἄς τό παρακολουθήσουμε, χωρίς νά ἀναιρεῖται ἡ θεόδοτη διαλεκτική ἐλευθερίας.
Ὁ σταυρωμένος Χριστός μας, ἀνέστη αὐτεξούσια.
Ἐκπλήρωσε τήν προαιώνια Τριαδική βουλή γιά τόν ἄνθρωπο καί ὅλην τήν κτίση.
Ὅλα ὅσα ἔζησε, εἶναι γιά Κεῖνον καί γιά μᾶς!
Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος τόσων αἰώνων (προπαντός ὁ εἰκοσιπρωτο-αιωνίτης) συνεχίζει νά
θέτει ἕνα διαζευκτικό ἐρωτηματικό: ὅλα αὐτά γιά Κεῖνον ἤ γιά μᾶς;
Ἄς ἐπιχειρήσουμε ἐκ δευτέρου νά ἀποκριθοῦμε στό ἐρώτημα μέ μιάν ἀναλογική
“μετάφραση” τῆς σωτήριας εὐεργεσίας τοῦ Κυρίου, τῆς σωτήριας θεανθρώπινης πρώτης
παρουσίας Του ἀνάμεσά μας. Εἶναι τό δικό Του “δικό μας”, εἶναι τό δικό μας “δικό Του”. Ἤ –
θεολογικότερα- εἶναι ἡ λυτρωτική καί σωτηριώδης καί ἡ ἐσχατολογική θεανθρωπική
“ἀνάληψη τοῦ ὅλου Ἀδάμ”.
Ἡ ἐθελούσια σταύρωση μέ τόν θάνατο καί ἡ αὐτεξούσια ἀνάστασή Του βιώθηκαν ἀπό
τόν Κύριο, γιά νά ἀποτελέσουν καί νά ἀποτελοῦν τό πέρασμα ὅλου τοῦ κόσμου καί τό
πέρασμα τοῦ καθενός μας πρός τήν ἀληθινή ζωή Του. Γιά νά γίνουν δικά μας “ἐργαλεῖα”
ἐπιστροφῆς καί συνάντησης μέ τόν Θεό Πατέρα Του ὡς Θεό Πατέρα μας, μιά θεόσωστη
βίωση τῆς ὀντολογίας μας.
Ὅ,τι ἔγινε, ἔπραξε, ἔζησε Ἐκεῖνος αὐτεξούσια ὑπέρ ἡμῶν, νά γινόμαστε ἐθελούσια
μέτοχοι καί νά εἴμαστε κι ἐμεῖς. Ὁ καθένας μας καί ὅλοι μας, σέ κοινωνία ζωῆς, ὡς “ἐκκλησία
Θεοῦ ζῶντος”.
***
Συνήθως ταυτίζουμε τήν πίστη μας τήν χριστιανική μέ μιά τελείως πλαδαρή ὄψη
περιθωρίου τῆς ἀτομι(στι)κῆς μας πληρότητας. Λάθος μας. Λάθος καί ὀντολογίας καί
ὑπαρκτικότητας.
Ὁ Κύριος σταυρώθηκε, πέθανε ἐθελούσια, ἀναστήθηκε αὐτεξούσια, γιά νά μᾶς πάρει ἀπό
τήν πλαδαρότητα αὐτή καί νά μᾶς δείξει, νά μᾶς ὁδηγήσει, νά γίνει ἡ ὁδός μας σέ μιά
προσωπική καί συλλογική (ἐκκλησιακή) “ἐπαναβίωση” τοῦ δικοῦ Του θεανθρώπινου “Εἶναι”
καί τοῦ δικοῦ Του θεανθρώπινου “τρόπου”.
Χάρη στόν (ἐκκλησιαστικά) προσφερόμενο ἑαυτό Του σέ μᾶς.
Χάρη στή συντελεστική συμπαράσταση καί ἐνοίκηση τοῦ Πνεύματός Του.
Χάρη στήν ἀγάπη-εὐδοκία τοῦ Πατρός Του.
Αὐτό θέλει νά μᾶς ξαναθυμίζει τό ἐκκλησιαστικό Πάσχα.
Τό χριστιανικό Πάσχα εἶναι ἡ τέλεια δικαίωση τῆς πανανθρώπινης ὀντολογίας καί τῆς
συνανθρώπινης ὕπαρξης (στήν ἐσχατολογική της διάρκεια).
Μέ τήν Ἀνάσταση, ὁ ἐνανθρωπισμένος Θεός μᾶς ἔδειξε γιατί μᾶς ἔφτιαξε.
Καί μᾶς ἔδωσε τό συλλογικό προνόμιο νά “ἐπικυρώσουμε” ἐθελούσια τίς
προαιώνιες ἐπιλογές Του γιά μᾶς καί τήν ἐνιστορική Του δωρεά.
Μιά δωρεά, πού ἐγκαινιάστηκε, παραμένει ὁλάνοιχτη καί ἐνεργός, γιά νά μήν κλείσει
ποτέ! (οἱ Ἅγιοι μᾶς μιλοῦν γιά “ἀτέλειωτη τελειότητα τῶν τελείων”).
***
“Δέχθηκε νά πεθάνει καί αὐτεξούσια ἀναστήθηκε, γιά νά κάνει γιορτή ὅλη τήν ζωή τῶν
ἀνθρώπων” (πρβλ. Μ. Ἀθανασίου, “λόγον εἰς τήν καινήν Κυριακήν”).
Πόσο τό θέλουμε ἐμεῖς νά κάνουμε τέτοια γιορτή ὅλη μας τήν ζωή;
Πόσο μᾶς ἐνδιαφέρει νά “ἐπι-στρέφουμε” στήν δική Του σταύρωση καί στήν δική Του
ἀνάσταση;
Πόσο μᾶς ἑλκύει -ἄραγε- τό θεανθρώπινο αὐτό γεγονός τῆς ἄληκτης ἐσχατολογικῆς
διάρκειας;
Πόσο μᾶς ἀγγίζει προπαντός Ἐκεῖνος πού τό ἔζησε καί τό ἔπραξε, “ἀναδεχόμενος τόν
ὅλον ἄνθρωπο”;
Κι ὅμως! Οἱ πανανθρώπινες ταλαιπωρίες καί ἡ ἀδιέξοδη ἀποτυχία τῶν αὐτολατρικῶν
ἐμμονῶν τῆς κοσμικότητας (μακράν τοῦ ζῶντος Θεοῦ) δείχνουν πόσο μᾶς λείπει σήμερα ὡς
ἀναζήτηση καί βίωμα καί πληρότητα αὐτό τό Θεανθρώπινο Δῶρο!
Ὄχι σάν θρησκειακός καταλύτης πολιτισμοῦ (ὅπως φαντασιώνονται οἱ σχολιαστές τῆς
ἀγευσίας).
Ἀλλά ὡς λυτρωτική ἀνάσωση, ὡς ζωογόνος καί ζωοποιός σωτηρία τῆς ὕπαρξης καί
ὀντολογίας μας, ὡς νόημα ἄφθαρτης ποιότητας, ὡς γεγονός ἱστορικῆς κι αἰωνικῆς ἄφθορης
καταξίωσης. Ἐθελούσια ἀνθρώπινης καί θεανθρώπινα ἀνθρώπινης.
Βέβαια, ἡ συσσωρευμένη καί πλουραλιστική κοσμική εὐφυΐα δέν φαίνεται νά διδάχτηκε
ἀπό τίς ἐπαναλαμβανόμενες ἱστορικές τραγωδίες: ἀπό τήν ἀθεεί πολύμορφη ἀποδόμηση τοῦ
κόσμου, ἀπό τήν ἰλιγγιώδη βέβηλη ἰδιοτέλεια κατά τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς οἰκολογίας,
ἀκόμη καί τῆς κοσμολογίας! Παγιδεύεται τελικά σ᾽ ἕναν “ἀνόητο μεταφυσικά πολιτισμό”,
“ὑπερήφανο”, ἐθελόδουλη “στό φίδι τοῦ πειρασμοῦ” (πρβλ. π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν,
Ἡμερολόγιο, σ. 275)!
Μιά πανέξυπνη ἀνθρωπότητα ἐμμένει ὑπερήφανα στήν εἰδωλοποίηση τοῦ μεγα-
πολιτισμοῦ της… Ὑπερηφάνεια δέν εἶναι ὁ ἐνθουσιασμός τῆς δημιουργικῆς μας σχετικῆς
μεγαλοσύνης. Ὑπερηφάνεια εἶναι τό ἄνοιγμά μας στό αὐτοκλείσιμο τοῦ πολιτισμικοῦ ἑαυτοῦ
μας, ἡ μεχρι-θανάτια αὐτοπαγίδευσή μας, ἡ αὐταπάτη τῶν ἀποθεώσεων.
***
Στίς σύγχρονες “ἐκδόσεις” πολλῶν τέτοιων ὁριακῶν ἀποθεώσεων, ἀποκρινόμαστε στόν
κόσμο βασικά μέ μιά δοκιμασμένη ἑορταστική “ἐπιστροφή”: «Χριστός εἰς ἑαυτόν·
ἐπανέρχεσθε»!
Εἶναι ἡ ἐπιστροφή μας στό σωτήριο κι αἰώνιο Πάσχα!
o ἡ λατρεία τοῦ σταυρωμένου κι ἀναστημένου Χριστοῦ καί αἰωνίου Θεοῦ μας.
o ἡ ἐκκλησιακή μας προσμέτρηση στήν θεανθρώπινη ἀναστάσιμη παρουσία Του·
o ἡ “προφητική” ἐξαγγελία αὐτῆς τῆς δωρεᾶς Του στήν πανανθρώπινη ὁλότητα.
Ποιός θά προτιμήσει νά ζήσει τήν χριστολογική ἀνθρωπολογία αὐτῆς τῆς ἄληκτης
ἑορτῆς;
Ποιός θά γίνει ἐξάγγελος τῆς ἀναστάσιμης πίστης καί τῆς ἀναστάσιμης ζωῆς;
Αὐτός πού ζεῖ, γιά νά ἀνασταίνεται, πρίν τήν ἔσχατη κοινή ἐξανάσταση…
Ὁ ἅγιος Παΐσιος, ξεπερνώντας μιά ἀκραία δοκιμασία πίστης στά ἐφηβικά χρόνια,
ἀξιώθηκε νά δεῖ τόν Κύριο καί Θεό μας μέσα σέ φῶς. Ὅπως τό ἔλεγε ὁ ἴδιος: «Παρουσιάσθηκε
ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μέσα σέ ἄφθονο φῶς Φαινόταν ἀπό τήν μέση καί πάνω. Μέ κοίταξε μέ
πολλή ἀγάπη καί μοῦ εἶπε: “Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ,
κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται”. Τά λόγια αὐτά ἦταν γραμμένα καί στό Εὐαγγέλιο πού κρατοῦσε
ἀνοικτό στό ἀριστερό χέρι Του» (ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου).
***
Τό Πάσχα εἶναι ἡ μυστηριώδης κι ὅμως αἰσθητή, ἡ ἐκκλησιαστική μέθεξη τοῦ
Ἀναστημένου.
Σιγουριά μας γιά τήν ἀναστημένη παντοτινή κοινωνία μαζί Του.
Πρόγευση καί ἐξαγγελία τῆς πανανθρώπινης ἐσχατολογικῆς συν-ανάστασης, πού
Ἐκεῖνος τήν ἔχει ἐγκαινιασμένη καί θά τήν συντελέσει γιά μᾶς.
Καί μέχρι τότε;
Μέχρι τότε, ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου μας θά συνεχίσει νά “ἐκπολιτίζεται” (πρός τά ἄνω ἤ
πρός τά κάτω).
Θά παρατείνεται ἡ διάρκειά της (τεκμήριο τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ).
Κυρίως ὅμως θά ἀνασώζεται καί θά σώζεται “προκαταβολικά”, φανερωμένη μέσα ἀπό
τήν Χριστοφορία τῶν “ἐθελοντῶν τῆς Ἀναστάσεως”.
Λαμπαδηφόροι κι ἐμεῖς ἐφέτος, μέ τό ἅγιο φῶς τῆς Αὐτοζωΐας, ἄς προτιμήσουμε τόν
δρόμο τοῦ Ἀναστάντος: «Χριστός εἰς ἑαυτόν· ἐπανέρχεσθε»!
†Ὁ Γουμενίσσης, Γεφύρας, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος