Άγιος Αθανάσιος: Επειδή κυριάρχησε ο θάνατος, η φθορά εγκατέστησε κατοχή στους ανθρώπους και το ανθρώπινο γένος καταστρεφόταν…
Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου, λόγος β’
Περί ενανθρωπήσεως
Α’. Σκοπός της ενανθρωπήσεως
Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=414521
5. Ο μεν Θεός όχι μόνον μας έπλασεν εκ του μηδενός, αλλά με την χάριν του Λόγου μας ανέπλασε να ζώμεν κατά Θεόν· οι δε άνθρωποι απεστράφησαν τα αιώνια, και με την συμβουλήν του διαβόλου επέστρεψαν εις τα φθαρτά και έγιναν οι ίδιοι αίτιοι να καταστραφούν με θάνατον.
Ενώ όμως είνε φθαρτοί εκ φύσεως, όπως προείπα, χάρις εις την κοινωνίαν των με τον Λόγον ενίκησαν την φύσιν, εφ’ όσον είχον εδραιωθή εις το καλόν. Επειδή ο Λόγος συνυπάρχει μέσα των, δεν θα τους εγγίζη η φυσική φθορά, καθώς και η Σοφία λέγει· «Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον διά να είνε άφθαρτος και εικών της ιδικής του αϊδιότητος· από φθόνον όμως του διαβόλου εισήλθεν εις τον κόσμον ο θάνατος» (Σοφ. Σολ. 2, 23-24).
Μετά το γεγονός αυτό, οι μεν άνθρωποι απέθνησκον, η δε φθορά εις το εξής ηύξανεν εις βάρος των και υπερίσχυε της φυσικής καταστάσεως όλου του ανθρωπίνου γένους, καθ’ όσον είχεν εξ αρχής σύμμαχον εναντίον των ανθρώπων την απειλήν του Θεού διά την παράβασιν της εντολής.
Διότι και εις τα αμαρτήματα οι άνθρωποι δεν εσταμάτησαν μέχρι ωρισμένων ορίων, αλλ᾽ ολίγον κατ’ ολίγον επεξετάθησαν και έφθασαν εν συνεχεία εις το έπακρον.
Κατ’ αρχάς έγιναν εφευρέται της κακίας και επροκάλεσαν εις τον εαυτόν των τον θάνατον και την φθοράν· αργότερα παρεσύρθησαν εις αδικίαν και επέρασαν κάθε παρανομίαν· δεν εσταμάτησαν εις το ένα κακόν, αλλ᾽ εις τα νέα επινοούσαν άλλα νεώτερα και δεν εχόρταιναν να αμαρτάνουν.
Παντού εγίνοντο μοιχείαι και κλοπαί, και ολόκληρος η γη ήτο γεμάτη από φόνους και αρπαγάς· και κανείς νόμος δεν εφρόντιζε διά την αντιμετώπισιν της φθοράς και της αδικίας· όλα τα κακά ξεχωριστά το καθένα και όλα μαζί διεπράττοντο από όλους, πόλεις επολεμούσαν εναντίον πόλεων και έθνη εξεγείροντο εναντίον εθνών· όλη η οικουμένη ήτο διηρημένη από επαναστάσεις και μάχας και ο καθένας συνηγωνίζετο εις την παρανομίαν.
Και δεν τους ήσαν άγνωστα τα παρά φύσιν αμαρτήματα, αλλ’ όπως είπεν ο μάρτυς του Χριστού απόστολος· «Αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν· ομοίως δε και οι άρρενες, αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας, εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρρενες εν άρρεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι, και την αντιμισθίαν ην έδει της πλάνης αυτών, εν εαυτοίς απολαμβάνοντες» (Ρω 1, 26-27).
6. Επειδή λοιπόν εκυριάρχησεν ο θάνατος περισσότερον και η φθορά εγκατέστησε κατοχήν εις τους ανθρώπους, το ανθρώπινον γένος κατεστρέφετο και ο λογικός και κατ’ εικόνα πλασθείς άνθρωπος εχάνετο, και το έργον του Θεού διελύετο. Διότι και ο θάνατος, όπως είπα προηγουμένως, μετά την παράβασιν μας εξουσίαζε διά νόμου· και δεν ήτο δυνατόν να διαφύγει κανείς τον νόμον, διότι αυτός εθεσπίσθη από τον Θεόν λόγω της παραβάσεως.
Και θα ήτο πράγματι αταξία και συγχρόνως απρέπεια αυτό που θα εγίνετο. Διότι θα ήτο ασφαλώς αταξία, πρώτα να ειπή ο Θεός κάτι, και έπειτα ν’ αποδειχθή ψευδόμενος· δηλαδή ενώ αυτός ενομοθέτησεν, εις περίπτωσιν που ο άνθρωπος θα παραβή την εντολήν, να αποθνήσκη, μετά την παράβασιν να μη αποθνήσκη ο άνθρωπος, αλλά να καταλύεται ο λόγος του Θεού.
Δεν θα ήτο βεβαίως αληθής ο Θεός, εάν ο άνθρωπος δεν απέθνησκεν, ενώ αυτός είπε να αποθνήσκωμεν. Αλλά και πάλιν θα ήτο απρεπές να εξαφανισθούν και να επιστρέψουν πάλιν εις την ανυπαρξίαν διά της φθοράς, αυτοί που άπαξ επλάσθησαν λογικοί και μετείχον του Λόγου.
Διότι δεν θα ήτο άξιον της αγαθότητος του Θεού να καταστρέφωνται τα πλάσματά του, επειδή ο διάβολος εξηπάτησε τους ανθρώπους. Εξ άλλου θα ήτο πάρα πολύ απρεπές να εξαφανίζεται η τέχνη του Θεού που φαίνεται εις τους ανθρώπους, είτε εξ αιτίας της αμελείας των είτε εξ αιτίας της απάτης των δαιμόνων.
Αφού λοιπόν εφθείροντο τα λογικά κτίσματα και εξοδεύοντο εις τα χαμένα τέτοια δημιουργήματα, τι έπρεπε να κάνη ο Θεός που είνε αγαθός; Να αφήση να υπερισχύση η φθορά εις βάρος των και να κυριαρχή ο θάνατος;
Αλλά τότε ποία η ανάγκη να δημιουργηθούν αυτά από την αρχήν; Έπρεπε λοιπόν να μη εδημιουργούντο, παρά, αφού εδημιουργήθησαν, να παραμεληθούν και να καταστραφούν. Αναγνωρίζεται αδυναμία εξ αμελείας εις τον Θεόν και όχι αγαθότης, εάν αδιαφορή διά την φθοράν του πλάσματός του, μεγαλυτέρα από το αν δεν είχε πλάσει εξ αρχής τον άνθρωπον.
Διότι εάν δεν τον εδημιούργει, δεν θα υπήρχε κανείς να του καταλογίση την αδυναμίαν, αφού όμως τα εδημιούργησε και τα έφερεν εις την ύπαρξιν, θα ήτο εντελώς παράλογον να καταστρέφωνται τα δημιουργήματα και μάλιστα προ των οφθαλμών του δημιουργού.
Έπρεπε λοιπόν να μη αφήση τους ανθρώπους να οδηγούνται προς την φθοράν, διότι αυτό θα ήτο ανάρμοστον και ανάξιον της αγαθότητος του Θεού.
Απόσπασμα από το βιβλίο Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου «Άπαντα τα έργα, τόμος 1, Απολογητικά», εισαγωγή Παναγιώτης Χρήστου κείμενο, μετάφραση, σχόλια Στέργιος Σάκκος.